Η ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΩ Η ΑΛΕΠΟΥ
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα δάσος δροσερό, ζούσε η κυρα-Μαριώ η αλεπού.Το σπίτι της ήταν μέσα στο καταπράσινο δάσος. Κάθε μέρα έβγαινε από το σπιτάκι της, για να ψάξει να βρει, κάτι νόστιμο να φαΐ.
Ένα πρωινό βγήκε από το σπιτάκι της,όταν άρχισε να γουργουρίζει,το στομάχι της, από την πείνα.
« τι πείνα είναι αυτή;» είπε η αλεπού.»
« θα πάω στο κοντινό χωριό, εκεί όλο και σε κάποιο κοτέτσι, θα βρω παχουλός κοτούλες, θα αρπάξω μια» είπε.
Πήρε λοιπόν το τσουβάλι της, για να βάλει την κοτούλα που θα άρπαζε, και ξεκίνησε. Καθώς περπατούσε στο δάσος, άκουσε να πλησιάζουν οι κυνηγοί, με τα σκυλιά τους.
« πω!πω! Αν με δούνε, ή, με μυρίσουν τα σκυλιά, θα με κυνηγήσουν, και αλοιμονο μου.
Κρυφτηκε πίσω από τον κορμό μιας γέρικης βελανιδιάς, και κρατούσε μέχρι και την ανάσα της.
Κάποια στιγμή τα σκυλιά, κοντοζηγωσαν,στην κρυψώνα της,και η κυρα-Μαριώ, μόνο που δεν έπεσε κάτω από την τρομάρα της. Άρχισε σιγά σιγά, να αφήνει την κρυψώνα της, για να πάει πιο μακριά, αλλά τα σκυλιά την μύρισαν, και άρχισαν να την κυνηγούν.
Τι τρομάρα η κυρα-Μαριώ! έτρεχε με όλη την δύναμη της, μέχρι και το τσουβάλι της πέταξε, για να μην την εμποδίζει, στην τρεχάλα της. Τέλος κατάφερε να ξεφύγει, και ξάπλωσε κάτω, μέχρι που πήρε
ανάσα.
Αφού βεβαιώθηκε, ότι τα σκυλιά την έχασαν, γύρισε πίσω για να βρει το τσουβάλι της. Βρήκε λοιπόν το τσουβάλι της, το έριξε στον ώμο, και γραμμή για τα κοτέτσια του χωριού. Σαν έφτασε στο πρώτο σπίτι, κρύφτηκε στα γύρω δέντρα,και παρακολουθεί, μην την δουν οι νοικοκυραίοι του σπιτιού, και αν υπάρχει σκυλί εκεί κοντά.
Έκατσε έτσι κρυμμένη αρκετή ώρα, και αφού δεν είδε ανθρώπους και σκυλιά, κοντοζηγωσε στο κοτέτσι.
« να το γεύμα μου, οι στρουμπουλες κοτούλες» είπε και στάθηκε κάτω από το κοτέτσι.
Μόλις την είδαν οι κοτούλες,άρχισαν να φωνάζουν τρομαγμένες, και να πετούν από δω και από εκεί, μέσα στο κοτέτσι.
Το σκυλί του σπιτιού, που ήταν εκεί γύρω, άκουσε τις κοτούλες και έτρεξε,στο σπίτι και στο κοτέτσι.Μολις είδε την κυρα-Μαριώ, την αλεπού,άρχισε να γαβγίζει και να την κυνηγάει. Μπροστά η αλεπού πίσω ο σκύλος πήγαιναν έτσι για αρκετό δρόμο, αλλά η αλεπού, κατάφερε να ξεφύγει πάλι.
« τι άτυχη που είμαι;» είπε η αλεπού,και προσπάθησε να ηρεμήσει και να πάρει ανάσα.
« δεν έχω τύχη σήμερα, πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου, πριν τριτώσει το κακό» μουρμούρισε η αλεπού.
« το στομάχι μου, γουργουρίζει μήπως και βρω, κάτι άλλο για να φάω» είπε. Με το σακούλι της άδειο στον ώμο, πήρε τον δρόμο για το σπιτάκι της. Περνώντας μέσα από ένα χωράφι με σιτάρι, βλέπει έναν ποντικό.
« να! κάτι είναι και αυτό» και χραπ το άρπαξε.Αφου πήρε αυτόν τον μεζέ, γιατί μεζές ήταν με την πείνα που είχε, έφτασε στο σπίτι της.
« τελικά στάθηκα τυχερή, γλύτωσα δυο φορές, από τα σκυλιά,και έφαγα και κάτι λίγο, καιρός για λίγο ύπνο» είπε και ξάπλωσε στο κρεβατακι της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου