Η ΚΟΥΦΟΞΥΛΙΑ
Μια φορά κι έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένα μικρό αγόρι με την μητέρα του.Μι μέρα γύρισε από το σχολείο του με βρεγμένα πόδια και με ένα γερό κρυολόγημα.Κανεις δεν ξέρει πως κατάφερε να βραχεί μια τόσο στεγνή μέρα. Η μητέρα του τον ξέντυσε, τον έβαλε στο κρεβάτι του,και του έκανε ένα τσάι κουφοξυλιας.
Εκείνη την στιγμή,ήρθε ο γεροντάκος που καθόταν, μόνος του στην σοφίτα. Δεν είχε οικογένεια, αλλά αγαπούσε παρά πολύ τα παιδιά, και πάντοτε σκαρωνε ένα παραμυθι για αυτά.
« πιες το τσάι σου, και μπορεί να ακούσεις ένα ωραιο παραμυθι» είπε η μητέρα του παιδιού.
« αν είχα ένα καινούριο παραμυθι να πω...είπε ο γεράκος « αλλά πες μου πως βράχηκαν τα πόδια σου
« θα μου πεις ένα παραμυθι;» είπε το αγόρι.
« θα σου πω,αλλά πρώτα θα μου πεις πως βράχηκαν τα πόδια σου, και ποσό βαθύ ήταν το αυλάκι»
« στα μισά της μπότας μου» είπε το παιδί « μετά όμως πάτησα μια βαθιά λακκούβα.»
« να λοιπόν πως βράχηκαν τα πόδια σου» είπε ο γέρος « τώρα σου χρωστώ ένα παραμυθι»
« μπορείς να φτιάξεις ένα;» είπε το αγόρι « η μητέρα λέει ότι ξέρεις να φτιάχνεις ιστορίες με ότι βλέπεις γύρω σου»
« ναι οι καλές ιστορίες έρχονται από μόνες τους» και βλέποντας την μητέρα του αγοριού να ρίχνει μερικά άνθη κουφοξυλιας μέσα στην τσαγιέρα είπε.
« ωπ! ήρθε κοίταξε είναι μέσα στην τσαγιέρα!» είπε ο γεροντάκος. Το αγόρι κοίταξε την τσαγιέρα και το καπάκι άρχισε να χοροπηδάει, καθώς έβραζαν τα άνθη,στο νερά. Τα άνθη της κουφοξυλιας, φάνηκαν να ξεπροβάλουν, από την τσαγιέρα ολόφρεσκα και κάτασπρα, και άρχισαν να βγάζουν κλαδιά και να την τυλίγουν γύρω γύρω μέχρι που έγινε μια υπέροχη κουφοξυλια, ένα δεντρο που απλώθηκε από τις κουρτίνες, στο κρεβάτι, και όλο άνθιζε και μοσχομύριζε. Μπρος από την κουφοξυλια στέκονταν μια γερόντισσα με συμπαθητικό πρόσωπο,ντυμένη με πράσινο φόρεμα,στολισμένο με άνθη κουφοξυλιας δίχως να καταλαβαίνεις, αν ήταν από ύφασμα ή, αληθινά λουλούδια.
« πως την λένε;» ρώτησε το αγόρι.
«δρυάδα,την λένε οι Έλληνες και Ρωμαίοι, οι ναυτικοί όμως στην βόρεια Ευρώπη, την λένε «γριά παραμάνα» κοίταξε όμως την όμορφη κουφοξυλια και άκουσε τι θα σου πει»
« στην γωνία της αυλής ενός μικρού σπιτιού, ήταν μια μεγάλη, ανθισμένη κουφοξυλια, και στην σκιά της καθόταν τακτικά ο γερό ναυτικός με την γυναίκα του,στην απογευματινή λιακάδα.Εχοντας παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα,θα γιόρταζαν τα πενήντα χρόνια γάμου, αλλά δεν θυμούνταν την χρόνια που παντρεύτηκαν.
« εγώ όμως την θυμάμαι» είπε η γριά παραμάνα που ήταν καθισμένη, στα κλαδιά της κουφοξυλιας.
Όμως ο γερό ναυτικός και η γριά γυναίκα του, δεν την έβλεπαν,γιατί αναπολούν αν τα παλιά χρόνια.
« θυμάσαι τον ήμασταν μικροί;»είπε ο γέρο ναυτικός «όλο τρέχαμε και παίζαμε, εδώ στην αυλή, και φυτέυαμε κλαδάκια μικρά,που τα ποτίζαμε, και κάποιο από αυτά, έγινε η κουφοξυλια. Μεγάλωσε έγινε δεντρο, και καθόμαστε τώρα, εδώ στην σκιά της. Να εκεί ήταν ένα κουβαδάκι, που βουτούσαν τα καραβάκια μου εκεί»
« πρώτα πήγαμε σχολείο και μετά βαπτιστήκαμε,» είπε η γριά « και μετά ανεβήκαμε στον μεγάλο Πύργο, και μετά στο λιμάνι, για να δούμε τον βασιλιά, και την βασίλισσα, που ταξίδευαν με το μεγαλόπρεπο τους πλοίο.
« τα δικά μου ταξίδια, ήταν διαφορετικά μακρινά, και για πολλά χρόνια»
« πόσες φορές έκλαψα για σενα!» είπε η γριά « νομίζοντας ότι πέθανες, και χάθηκες στα βάθυ του ωκεανού, θυμάμαι μια μέρα που η βροχή, έπεφτε σαν καταράχτης στεκόμουν στην πόρτα. Κάποτε έφτασε ο ταχυδρόμος και μου έδωσε ένα γράμμα, από εσένα, έκλαιγα και γελούσα,πόσο ευτυχισμένη ήμουν! Έγραφες πως ήσουν σε μακρινές χώρες, ζεστές, εκεί όπου φυτρώνουν δέντρα του καφέ. Τι όμορφες χώρες ευλογημένες»
« και ύστερα παντρευτήκαμε» είπε ο γερο ναυτικός « κάναμε τον πρώτο μας γιό, ύστερα τηνΕλενη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Γιάννη. Και έκαναν παιδιά και εγγόνια, και μεις δισέγγονα, γερά και ζωντανά. Σαν να ήταν τέτοια εποχή που παντρευτήκαμε.
« πράγματι είχαν παντρευτεί, μια μέρα σαν αυτή, πριν πενήντα χρόνια» είπε η γριά παραμάνα, και τρύπωσε το κεφάλι ανάμεσα, στους δυο γέρους ,και αυτοί νόμισαν πως ήταν η γειτόνισα και κράτησαν το χέρι ο ένας του άλλου. Ύστερα ήρθαν τα παιδιά, τα εγγόνια, και τα δισέγγονα, για βατούς ευχηθούν, για την πεντηκοστή επετειό τους, επειδή αυτοί γνώριζαν την ημερομηνία.
Η κουφοξυλιά έστειλε, το άρωμα της στον ήλιο, που ήταν έτοιμος να δύσει, και αυτός έλαμψε στα πρόσωπα των δυο ηλικιωμένων. Το μικρότερο από τα δισεγγονά τους, άρχισε να χορεύει,φωνάζοντας χαρούμενο, για το νόστιμο βραδυ που θα έτρωγαν,ψητές πατάτες. Και η γριά παραμάνα ανάμεσα, από την κουφοξυλιά φώναζε και αυτή « ζήτω!»
« αυτό δεν είναι παραμυθι» είπε το μικρό αγόρι.
« πρέπει να το καταλάβεις» είπε ο γέρος» ας ρωτήσουμε την γριά παραμάνα λοιπόν.
« αυτό δεν είναι παραμυθι, είναι αληθινή ιστορία» είπε η γριά παραμάνα,μά τώρα αρχίζει. Τα ομορφότερα παραμυθια,ξεπηδούν από την πραγματικότητα, πως αλλιώς θα ξεπηδούσε μια κουφοξυλιά, μέσα από την τσαγιέρα;» πήρε το αγόρι από το κρεβάτι, και το ακούμπησε στο στήθος, και η ολάνθιστη κουφοξυλιά τυλίχτηκε γύρω τους. Βρέθηκαν τότε σε ένα σπίτι, ιπτάμενο, και άρχισαν να πετούν μαζί με αυτό, στον αέρα. Και η γριά παραμάνα, μεταμορφώθηκε σε μια όμορφη κοπέλα με το ίδιο φουστάνι, με πράσινα φύλλα, και ολόλευκα άνθη. Ένα άνθος κουφοξυλιας στόλιζε τον κόρφο της, και ένα στεφάνι από άνθη κουφοξυλιάς, στόλιζε τα ξανθά της μαλλιά. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και γαλάζια.
Η κοπέλα φίλησε το αγόρι και έγιναν συνομήλικοι. Πιασμένοι χέρι χέρι βγήκαν στον κήπο. Ένα μπαστούνι του πατέρα, ήταν στο γρασίδι, και τα δυο παιδιά, το καβάλησαν, σαν να ήταν ζωντανό. Τοτε μεταμορφώθηκε, σε άλογο με χαίτη που ανέμιζε στον αέρα, και καβάλα στο άλογο, άρχισαν να καλπάζουν πάνω στο χορτάρι.
«ζήτω καλπάζουμε μακριά» είπε το αγόρι « μακρυά στο μεγάλο κάστρο»
« να το αγρόκτημα, με την μεγάλη κουφοξυλια, τώρα φτάνουμε στην εκκλησία, να και το σιδηρουργείο, με τους μισόγυμνους σιδεράδες. Καλπάζουμε μακριά! Και όσα έλεγε το κορίτσι,φανερώνονταν στα αλήθεια, όλα τα έβλεπε το αγόρι, κι ας κάλπαζαν γύρω στο χορτάρι του κήπου. Πήραν λουλούδια από το στεφάνι, που φόραγε το κορίτσι στα μαλλιά, και το φύτεψαν στον κήπο, και αυτά μεγάλωσαν, σαν αυτά που φύτεψε ο ναυτικός με την γυναίκα του, όταν ήταν παιδιά. Μετά περπάτησαν πιασμένοι χέρι χέρι, όπως εκείνοι, δεν πήγαν όμως ούτε στον πύργο, ούτε στο λιμάνι. Το κορίτσι τύλιξε τα χέρια του, γύρω από το αγόρι,και πέταξαν, μακριά σε άλλη χώρα.
Και ήρθε η άνοιξη,το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, και οι εικόνες αποτυπώθηκαν στα μάτια, και στην καρδιά, του αγοριού, καθώς το κορίτσι τραγουδούσε.
« αυτό δεν θα το ξεχάσεις ποτέ» Σε όλο το ταξίδι τους το αρωμα της κουφοξυλιας, κυριαρχούσε στον αέρα, καθώς το αγόρι έγερνε το κεφάλι του, στο στήθος της κοπέλας καθώς πετούσαν.
« είναι όμορφα εδώ την άνοιξη, είπε το κορίτσι καθώς στάθηκαν σε ένα ξύλο οξιάς, που μόλις είχε βλαστήσει, ενώ μοσχοβολουσαν, τα αγριολούλουδα και οι ροχάλες ανεμώνες.
« είναι το καλοκαίρι ομορφα εδώ» είπε εκείνη και πέταξε πίσω στο χρόνο, στα παλιά κάστρα των ιπποτών. Έβλεπε τα παλιά δρομάκια, και τα καλαμπόκια που ανέμιζαν σαν κύματα στα λιβάδια. Το σούρουπο ανέτειλε ολοστρόγγυλο το φεγγάρι, και κοκκίνισε τον ουρανό, και οι θημωνιές, στα λιβάδια μύριζαν γλυκά.
« αυτό κανείς δεν το ξεχνά!»
« είναι όμορφα, εδώ το φθινόπωρο» είπε το κορίτσι, και ο ουρανός έγινε πάλι γαλάζιος, ενώ το δάσος το έλουσαν, κόκκινα, κίτρινα, και πράσινα χρώματα. Τα σκυλιά έτρεχαν, και σμήνοι από αγριόκοτες, πετούσαν πάνω στον λόφο. Η θάλασσα πήρε ένα σκούρο, μπλε χρωμα, και γέμισε από πλοία,με άσπρα πανιά. Γυναίκες μάζευαν λυκίσκους σε μεγάλα βαρέλια, παιδιά τραγουδούσαν, και γέροι έλεγαν παραμυθια για ξωτικά του δάσους, και μάγους.
« είναι πανέμορφα εδώ, τον χειμώνα!» είπε το κορίτσι, και όλα τα δέντρα τυλίχτηκαν με πάχνη και έμοιαζαν, σαν από άσπρα κοράλια. Το χιόνι έτριζε κάτω από τις μπότες. Το χριστουγεννιάτικο δεντρο , άναψε μέσα στο δωμάτιο, και παντού ήταν δώρα. Το βιολί αντηχούσε παντού, και όλοι έτρωγαν φρέσκο κέικ, ως και το φτωχότερο παιδί έλεγε « είναι πανέμορφα εδώ τον χειμώνα»
Ναι ήταν πανέμορφα και το κορίτσι,έδειξε τα πάντα στο αγόρι. Το αγόρι μεγάλωσε, και ήταν έτοιμο να σαλπάρει, μακριά σε χώρες ζεστές, που φύτρωναν τα δέντρα του καφέ. Πριν να φύγει το αγόρι, του έδωσε λουλούδι κουφοξυλιας, από τον κόρφο της για να το φυλάξει. Αυτό το έβαλε, στο προσευχητάρι του, και όταν το άνοιγε, οι σελιδες άνοιγαν εκεί που είχε φυλαγμένο το λουλούδι, και ανάμεσα στα φύλλα του λουλουδιού, έβλεπε το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, να τον κοιτάει με τα γαλάζια της μάτια, και να ψιθυρίζει.
« είναι πανέμορφα εδώ την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο,και τον χειμώνα» και οι εικόνες γλυστρουσαν στο μυαλό τους.
Έτσι τα χρόνια πέρασαν, το παλληκάρι γέρασε και με την γυναίκα του, κάθισε κάτω από την ανθισμένη κουφοξυλια. Κρατούσαν το χέρι ο ένας του άλλου. Ο γερό ναυτικός με την γυναίκα του,και άρχισαν να μιλούν, όπως εκείνοι, για τα παλιά χρόνια και τα πενήντα χρόνια του γάμου τους. Η μικρή κοπέλα με τα άνθη κουφοξυλιας, στα μαλλιά, έγνεψε και είπε.
« σήμερα είναι η πεντηκοστή επέτειος» και πήρε δυο λουλούδια από τα μαλλιά της, και τα φίλησε. Έλαμψαν πρώτα σαν ασημί και μετά έγιναν χρυσαφιά, και όταν τα έβαλε στο κεφάλι των ηλικιωμένων,έγιναν το καθένα από ένα στέμμα. Έτσι κάθονταν οι δυό τους,πάνω στην κουφοξυλιά σαν βασιλιάς και σαν βασίλισσα.
Ο γέρος είπε την ιστορία, της γριάς παραμάνας, όπως την άκουσε όταν ήταν παιδί. Έμοιαζε με την δίκη του ιστορία.
« έτσι είναι» είπε η κοπέλα « κάποιοι με λένε γριά παραμάνα άλλοι δρυάδα,όμως το όνομα μου είναι
« θύμηση» και είμαι εγώ που κάθομαι,μέσα στο δεντρο,που όλο μεγαλώνει. Μπορώ να θυμάμαι,μπορώ να λέω ιστορίες, για να δω έχεις ακόμα το λουλούδι μου; Ο γέρος άνοιξε το προσευχητάρι του, το άνθος της κουφοξυλιας, ήταν εκεί φρέσκο,όπως ήταν πριν πολύ καιρο. Η θύμηση κούνησε το κεφάλι, και το ηλικιωμένο ζευγάρι,έμεινε να καθετε κάτω από τον απογευματινό ήλιο, με τα χρυσά στέμματα στο κεφάλι τους. Έκλεισαν τα μάτια και.. Ναι αυτό είναι το τέλος του παραμυθιού. Το αγόρι δεν ήξερε αν είχε ονειρευτεί, την ιστορία ή, είχε ταξίδεψει στα αλήθεια. Η τσαγιέρα στο τραπέζι, αλλά κανένα κλαδί κουφοξυλιας δεν ξεπρόβαλε από μέσα. Ο γέρος με τις ιστορίες ήταν στην πόρτα έφευγε.
« ποσό όμορφο ήταν!» είπε το αγόρι» πήγα στις ζεστές χώρες.
« καθόλου παράξενα» είπε η μητέρα « οποίος πίνει δυο κούπες, καυτές τσάι κουφοξυλιας,πολύ πιθανόν να ταξιδεύει σε ζεστές χώρες.» και το σκέπασε με την κουβέρτα,για να μην κρυώσει.
« κοιμήθηκες καλά όσο εγώ,και ο γέροντας διαφωνούσαμε, αν ήταν ιστορία ή, παραμυθι.
« και που είναι η γριά παραμάνα;» είπε το αγόρι.
« στην τσαγιέρα» απάντησε η μητερα « και μάλλον εκεί θα παραμείνει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου