Παρασκευή 10 Μαΐου 2019


ΤΟ ΕΛΑΦΑΚΙ ΚΑΙ Η ΝΕΡΑΙΔΟΥΛΑ

 Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα δάσος δροσερό,ζούσε η μαμά ελαφίνα με το ελαφάκια της. Το σπιτάκι τους ήταν στην άκρη, του καταπράσινου δάσους. Ήταν ένα όμορφο σπιτάκι, με μια όμορφη αυλή, γεμάτη ευωδιαστά λουλούδια. Το ελαφάκι έπαιζε πολλές ώρες, μέχρι που κουράζονταν, και μαζευόταν στο σπίτι, και η μαμά ελαφίνα το ετοίμαζε το φαγάκι του, έτρωγαν με όρεξη το βραδινό τους, και έπεφταν να κοιμηθούν.
  
 Η μαμά ελαφινα,κουρασμένη από τις δουλειές της ημέρας, και το μικρό ελαφάκι από το παιγνίδι. Η μαμά του πάντοτε συμβούλευε το μικρό της, να μην βγαίνει από την αυλή, και να μην πηγαίνει προς το δάσος, γιατί υπάρχουν πολλά άγρια ζώα, και μπορεί να κινδυνέψει.
 
  Ένα πρωί το ελαφάκι, έπαιζε όπως κάθε μέρα στην αυλή. Χοροπηδούσε από την μια άκρη της αυλής στην άλλη. Ξαφνικά βλέπει μια πολύχρωμη πεταλουδίτσα, να πετάει από λουλούδι σε λουλούδι, και το μικρό ελαφάκι, την ακολουθούσε και την περιεργαζονταν. Η πεταλουδιτσα πέταξε από δω, πέταξε  από εκεί, και κάποια στιγμή βγήκε από την αυλή. Το ελαφάκι δίνει έναν σάλτο, και βγαίνει, από τον φράχτη, έξω. Ακολουθήσει την πεταλούδα, τρέχοντας ξοπίσω, χωρίς να την χάνει από τα μάτια του.
 Τρέχοντας και παίζοντας, το ελαφάκι και ακολουθώντας την πεταλούδα, δίχως να το καταλάβει, μπήκε βαθιά στο δάσος. Και δεν έφτανε αυτό, έχασε και την πεταλουδιτσα, γιατί εκείνη πέταξε ψηλά  και εξαφανίστηκε. Το ελαφάκι όσο περνούσε η ώρα, και προσπαθούσε να γυρίσει πίσω, δεν έβρισκε όμως τον δρόμο, και άρχισε να ανησυχεί και να φοβάται, πως δεν θα βρει ποτέ το σπίτι του και την μαμά του. Ο ήλιος σιγά σιγά, άρχισε να πηγαίνει προς την δυση, και στον ουρανό έκανε την εμφάνιση του το φεγγάρι,για την βραδινή του βόλτα, από την μια μεριά του ουρανού, στην άλλη.
 

Το ελαφάκι μαζεύτηκε, στον κορμό ενός δέντρου, φοβισμένο και από τα ματάκια του έτρεχαν δάκρυα. Ένα λαγουδάκι το κοντοζύγωσε, το είδε μαζεμένο και φοβισμένο, και πήγε κοντά του.
« τι έπαθες μικρό ελαφάκι;» το ρώτησε « γιατί είσαι μόνο σου τόσο αργά εδώ, στο δάσος;» Το ελαφάκι εξήγησε την περιπέτεια του, και όσο εξηγούσε την περιπέτεια του στο λαγουδάκι, νά σου και μια χελώνα, και ένας ασβός, και ένα πουλάκι, ζύγωσαν και ακούγοντας την περιπέτεια του, το παρηγορούσαν. Οι πυγολαμπίδες πετούσαν γύρω γύρω, και μαζί με το φως του φεγγαριού, έβλεπαν τα ζωάκια το ένα, το άλλο.
 Πέρασε έτσι αρκετή ώρα,και ένα λαμπερότερο φωτάκι  από αυτό των πυγολαμπίδων,φάνηκε να τους ζυγώνει. Όταν έφτασε κοντά τους, είδαν πως ήταν μια μικρή νεραιδούλα, με τα χρυσά φτερά της να λαμπυρίζουν, στο σκοτάδι. Έκατσε πάνω σε ένα αγριολούλουδο, και λέει στο ελαφάκι.
 
 « μην φοβασαι εγώ θα σε πάω στο σπιτάκι σου. Ήμουν η αιτία που έφυγες, από εκεί. Με ακολούθησες, ξέρεις την ημέρα είμαι πεταλούδα, αλλά το βραδυ μεταμορφώνομαι σε αυτό που είμαι τώρα. Σήκω λοιπόν, εγώ θα πετάω μπροστά, και εσυ θα ακολουθείς, έτσι θα σε πάω πίσω την μαμά σου, και στο σπιτάκι σου» Έτσι και έγινε. Μπροστά η νεραιδουλα πίσω το ελαφάκι, και πιο πίσω τα ζωάκια. Θέλησαν να πάνε μαζί του, μέχρι το σπίτι. Η μαμά ελαφινα που όλη μέρα έψαχνε, το μικρό της, μόλις το είδε το αγκάλιασε χαρούμενη, και ευχαρίστησε την νεραιδούλα και τα ζωάκια, που βοήθησαν το μικρό της. Το ελαφάκι υποσχέθηκε στην μαμά του ότι από δω και μπρος, θα είναι πιο προσεκτικό Έτσι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα









Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Η ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΩ Η ΑΛΕΠΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα δάσος δροσερό, ζούσε η κυρα-Μαριώ η αλεπού.Το σπίτι της ήταν μέσα στο καταπράσινο δάσος. Κάθε μέρα έβγαινε από το σπιτάκι της, για να ψάξει να βρει, κάτι νόστιμο να φαΐ.
Ένα πρωινό βγήκε από το σπιτάκι της,όταν άρχισε να γουργουρίζει,το στομάχι της, από την πείνα.
« τι πείνα είναι αυτή;» είπε η αλεπού.»
« θα πάω στο κοντινό χωριό, εκεί όλο και σε κάποιο κοτέτσι, θα βρω παχουλός κοτούλες, θα αρπάξω μια» είπε.
 Πήρε λοιπόν το τσουβάλι της, για να βάλει την κοτούλα που θα άρπαζε, και ξεκίνησε. Καθώς περπατούσε στο δάσος, άκουσε να πλησιάζουν οι κυνηγοί, με τα σκυλιά τους.
« πω!πω! Αν με δούνε, ή, με μυρίσουν τα σκυλιά, θα με κυνηγήσουν, και αλοιμονο μου.
Κρυφτηκε πίσω από τον κορμό μιας γέρικης βελανιδιάς, και κρατούσε μέχρι και την ανάσα της.
 Κάποια στιγμή τα σκυλιά, κοντοζηγωσαν,στην κρυψώνα της,και η κυρα-Μαριώ, μόνο που δεν έπεσε κάτω από την τρομάρα της. Άρχισε σιγά σιγά, να αφήνει την κρυψώνα της, για να πάει πιο μακριά, αλλά τα σκυλιά την μύρισαν, και άρχισαν να την κυνηγούν. 
  Τι τρομάρα η κυρα-Μαριώ! έτρεχε με όλη την δύναμη της, μέχρι και το τσουβάλι της πέταξε, για να μην την εμποδίζει, στην τρεχάλα της. Τέλος κατάφερε να ξεφύγει, και ξάπλωσε κάτω, μέχρι που πήρε 
ανάσα.
 Αφού βεβαιώθηκε, ότι τα σκυλιά την έχασαν, γύρισε πίσω για να βρει το τσουβάλι της. Βρήκε λοιπόν το τσουβάλι της, το έριξε στον ώμο, και γραμμή για τα κοτέτσια του χωριού. Σαν έφτασε στο πρώτο σπίτι, κρύφτηκε στα γύρω δέντρα,και παρακολουθεί, μην την δουν οι νοικοκυραίοι του σπιτιού, και αν υπάρχει σκυλί εκεί κοντά.
 Έκατσε έτσι κρυμμένη αρκετή ώρα, και αφού δεν είδε ανθρώπους και σκυλιά, κοντοζηγωσε στο κοτέτσι. 
« να το γεύμα μου, οι στρουμπουλες κοτούλες» είπε και στάθηκε κάτω από το κοτέτσι.
 Μόλις την είδαν οι κοτούλες,άρχισαν να φωνάζουν τρομαγμένες, και να πετούν από δω και από εκεί, μέσα στο κοτέτσι. 
 Το σκυλί του σπιτιού, που ήταν εκεί γύρω, άκουσε τις κοτούλες και έτρεξε,στο σπίτι και στο κοτέτσι.Μολις είδε την κυρα-Μαριώ, την αλεπού,άρχισε να γαβγίζει και να την κυνηγάει. Μπροστά η αλεπού πίσω ο σκύλος πήγαιναν έτσι για αρκετό δρόμο, αλλά η αλεπού, κατάφερε να ξεφύγει πάλι.
 « τι άτυχη που είμαι;» είπε η αλεπού,και προσπάθησε να ηρεμήσει και να πάρει ανάσα. 
« δεν έχω τύχη σήμερα, πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου, πριν τριτώσει το κακό» μουρμούρισε η αλεπού.
« το στομάχι μου, γουργουρίζει μήπως και βρω, κάτι άλλο για να φάω» είπε. Με το σακούλι της άδειο στον ώμο, πήρε τον δρόμο για το σπιτάκι της. Περνώντας μέσα από ένα χωράφι με σιτάρι, βλέπει έναν ποντικό.
« να! κάτι είναι και αυτό» και χραπ το άρπαξε.Αφου πήρε αυτόν τον μεζέ, γιατί μεζές ήταν με την πείνα που είχε, έφτασε στο σπίτι της.
 « τελικά στάθηκα τυχερή, γλύτωσα δυο φορές, από τα σκυλιά,και έφαγα και κάτι λίγο, καιρός για λίγο ύπνο» είπε και ξάπλωσε στο κρεβατακι της.













Η ΨΙΨΙΝΑ ΚΑΙ ΨΙΨΙΝΕΛ -Ξύπνα ψιψινελ! -Αχ, μανουλα άσε με λίγο ακόμα! -Σήκω! Έχουμε να κάνουμε πολλά και σήμερα, σήκω! Στο σπ...