Τρίτη 30 Απριλίου 2019

 ΤΟ ΑΤΑΚΤΟ ΚΟΥΝΕΛΑΚΙ

Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό μέσα στο καταπράσινο δάσος, σε ένα όμορφο  σπιτάκι ζούσε η μαμά κουνέλα με τα τέσσερα κουνελάκια της. Όλα τα μικρά της ήταν ζωηρά,σκανταλιάρικες,και όλο σκαρφίζονταν καινούργιες ζαβολιές.
   
 Όλη μέρα, από την ώρα που η μαμά τους, τα ξυπνούσε,το πρωί,έπαιζαν χωρίς σταματημό.Ετρεχαν μια από δω, μια από εκεί,στο δάσος αλλά ποτέ δεν έφευγαν πολύ μακριά από το σπίτι τόσο. Το μικρότερο από όλα τα αδερφάκια, ήταν το πιο ζωηρό, και το πιο απρόσεχτο.
 
 Πότε πότε,ξεμάκρυνε από το σπιτάκι τους, και από τα μάτια της μαμάς του. Ήταν πολύ περίεργο,και ήθελε να ανακαλύπτει όλο και περισσότερα μέρη, για καλό παιχνίδι στο δάσος.
« δεν θα φεύγετε πολύ μακριά,από το σπίτι» έλεγε κάθε μέρα η μαμά κουνέλα «μην ξεχνάτε ότι τριγυρίζει, εδώ γύρω ο κακός λύκος, που είναι όλο πεινασμένος,και η πονηρή αλεπού, προσοχή λοιπόν»
 Ένα πρωί η μαμά κουνελα, όπως κάθε πρωί, φωνάζει τα μικρά κουνελάκια, να σηκωθούν από τα  κρεβατάκια τους.
« σηκωθήτε μικροί τεμπέληδες, κοντεύει μεσημέρι, το πρωινό, σας περιμένει εδώ και ώρα.
 
 Τα μικρά κουνελάκια,σηκώθηκαν, έστρωσαν τα κρεβατάκια τους, και έφαγαν το νόστιμο πρωινό τους με πολύ όρεξη. Μόλις χόρτασαν, βγήκαν στην αυλή,και αρχίσαν τα παιχνίδια, και τις ζαβολιές όπως κάθε μέρα.
 Έπαιζαν για πολλές ώρες, και η μαμά κουνελα, έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Έφτασε το μεσημέρι,και η μαμά τους,έστρωσε το τραπέζι με το φρέσκο, και νόστιμο φαγάκι και τα φώναξε, να σταματήσουν το παιχνίδι, για να φάνε.
 
 Έτρεξαν τα μικρά κουνελάκια, πεινασμένα, έπλυνα τα χεράκια τους και έκατσαν, στο τραπέζι. Μια καρέκλα όμως έμεινε άδεια. Ο μικρούλης ζαβολιάρης, δεν ήταν εκεί.
« μητέρα δεν είναι εδώ, ο μικρός αδερφός μας» είπαν όλα με μια φωνή. Η μαμά κουνελα βγήκε στην αυλή, και άρχισε να τον φωνάζει, αλλά εκείνος πουθενά. 
 Φωνάζοντας, και ψάχνοντας, πέρασε λίγη ώρα, και η ανησυχία της μεγάλωνε. Έτρεξε τότε στους γείτονες, και ζήτησε βοήθεια, να βγουν όλοι μαζί, να το ψάξουν. Όσο εκείνοι έψαχναν, ο μικρούλης παίζοντας, ξεμάκρυνε όλο και πιο πολύ, βαθιά στο δάσος. Άρχισε να ψάχνει τον δρόμο, για να γυρίσει σπίτι αλλά, έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος.
 Το μυαλό του ήταν στην μαμά του, και στα αδερφάκια του, που θα είχαν αρχίσει να άνησυχουν. Η ώρα περνούσε και άρχισε, να σουρουπώνει. Το φεγγάρι φάνηκε στον ουρανό, και το δάσος βάφτηκε ασημί από το φως του και τα άστρα τρεμόσβηναν ψηλά.
 Ο φόβος του μικρούλη, τώρα πια άρχισε να μεγαλώνει, και δάκρυα έτρεχαν από τα ματάκια του. Ξαφνικά βλέπει κάπου εκεί κοντά δυο μάτια, να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Ήταν η κυρά Μαριώ, η αλεπού, που είχε βγει από την φωλιά της,να βρει κανένα ποντικάκι ή, κάποιο κουνελάκι.
 Η καρδούλα του μικρούλη,πήγαινε να σπάσει, από τον φόβο,κρύφτηκε λοιπόν πίσω από έναν θάμνο, και για καλή του τύχη η κυρά Μαριώ, η αλεπού δεν τον είδε. Αφού ηρέμησε λίγο,άρχισε να ψάχνει πάλι, μήπως και βρει τον δρόμο για το σπιτάκι του. Βγήκε κάποτε σε ένα ξέφωτο, και εκεί ήταν και ένας δρόμος. Άρχισε να περπατάει στον δρόμο,και ξάφνου βλέπει μια άμαξα, με τα φανάρια της αναμμένα, να τον πλησιάζει. Το φως των φαναριών τον τύφλωσαν, και όλο πλησίαζε η άμαξα και το μικρό κουνελάκι, δεν ήξερε που να πάει. Και μην βλέποντας, πήγαινε μια από δω και μια από εκεί στον δρόμο.
 Κάποια στιγμή, κατάφερε και ανέβηκε σε έναν μικρό λόφο,και έκατσε λίγο να ξεκουραστεί. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που ήταν έτοιμη να σπάσει.
« αχ μανούλα μου δεν σε άκουγα, και τώρα να, και γω χάθηκα και εσυ θα ανησυχείς για μένα. Τι καλά να μπορούσα, να γυρίσω πίσω! Ποτέ πια δεν θα φυγω μακριά από το σπίτι μας. Θα γίνω το πιο φρόνιμο από όλα τα αδερφάκια μου.» Και εκεί που σκεφτόταν αυτά και τα δάκρυα έτρεχαν στο προσωπάκι του, άκουσε την φωνή της μαμάς του, από μακριά να τον φωνάζει. 
« εδώ μαμά! εδώ!» φώναξε. Σε λίγο άκουσε να πλησιάζουν η μανούλα του, και οι γείτονες.
 Μόλις είδε την μαμά του έτρεξε κοντά της, και εκείνη το μάλωσε τρυφερά, κατο αγκάλιασε, με πολύ αγαπη.
«άλλη φορά μανούλα, δεν θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι, θα είμαι το πιο ήσυχο από όλα τα αδερφάκια μου»
 « το ξέρω μικρούλη μου, το ξέρω» είπε η μαμά κουνέλα «το πάθημα θα σου γίνει μάθημα» Και έτσι αγκαλιασμένοι έφτασαν στο σπιτάκι τους, και μαζί με τους γείτονες και τα αδερφάκια του, γιόρτασαν μέχρι αργά!















Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Η ΚΟΥΦΟΞΥΛΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένα μικρό αγόρι με την μητέρα του.Μι μέρα γύρισε από το σχολείο του με βρεγμένα πόδια και με ένα γερό κρυολόγημα.Κανεις δεν ξέρει πως κατάφερε να βραχεί μια τόσο στεγνή μέρα. Η μητέρα του τον ξέντυσε, τον έβαλε στο κρεβάτι του,και του έκανε ένα τσάι κουφοξυλιας.
    
 Εκείνη την στιγμή,ήρθε ο γεροντάκος που καθόταν, μόνος του στην σοφίτα. Δεν είχε οικογένεια, αλλά αγαπούσε παρά πολύ τα παιδιά, και πάντοτε σκαρωνε ένα παραμυθι για αυτά.
« πιες το τσάι σου, και μπορεί να ακούσεις ένα ωραιο παραμυθι» είπε η μητέρα του παιδιού.
« αν είχα ένα καινούριο παραμυθι να πω...είπε ο γεράκος « αλλά πες μου πως βράχηκαν τα πόδια σου
« θα μου πεις ένα παραμυθι;» είπε το αγόρι.
« θα σου πω,αλλά πρώτα θα μου πεις πως βράχηκαν τα πόδια σου, και ποσό βαθύ ήταν το αυλάκι»
« στα μισά της μπότας μου» είπε το παιδί « μετά όμως πάτησα μια βαθιά λακκούβα.»
« να λοιπόν πως βράχηκαν τα πόδια σου» είπε ο γέρος « τώρα σου χρωστώ ένα παραμυθι»
« μπορείς να φτιάξεις ένα;» είπε το αγόρι « η μητέρα λέει ότι ξέρεις να φτιάχνεις ιστορίες με ότι βλέπεις γύρω σου»
« ναι οι καλές ιστορίες έρχονται από μόνες τους» και βλέποντας την μητέρα του αγοριού να ρίχνει μερικά άνθη κουφοξυλιας μέσα στην τσαγιέρα είπε.
 
 « ωπ! ήρθε κοίταξε είναι μέσα στην τσαγιέρα!» είπε ο γεροντάκος. Το αγόρι κοίταξε την τσαγιέρα και το καπάκι άρχισε να χοροπηδάει, καθώς έβραζαν τα άνθη,στο νερά. Τα άνθη της κουφοξυλιας, φάνηκαν να ξεπροβάλουν, από την τσαγιέρα ολόφρεσκα και κάτασπρα, και άρχισαν να βγάζουν κλαδιά και να την τυλίγουν γύρω γύρω μέχρι που έγινε μια υπέροχη κουφοξυλια, ένα δεντρο που απλώθηκε από τις κουρτίνες, στο κρεβάτι, και όλο άνθιζε και μοσχομύριζε. Μπρος από την κουφοξυλια στέκονταν μια γερόντισσα με συμπαθητικό πρόσωπο,ντυμένη με πράσινο φόρεμα,στολισμένο με άνθη κουφοξυλιας δίχως να καταλαβαίνεις, αν ήταν από ύφασμα ή, αληθινά λουλούδια.
 
 « πως την λένε;» ρώτησε το αγόρι.
 «δρυάδα,την λένε οι Έλληνες και Ρωμαίοι, οι ναυτικοί όμως στην βόρεια Ευρώπη, την λένε «γριά παραμάνα» κοίταξε όμως την όμορφη κουφοξυλια και άκουσε τι θα σου πει»
« στην γωνία της αυλής ενός μικρού σπιτιού, ήταν μια μεγάλη, ανθισμένη κουφοξυλια, και στην σκιά της καθόταν τακτικά ο γερό ναυτικός με την γυναίκα του,στην απογευματινή λιακάδα.Εχοντας παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα,θα γιόρταζαν τα πενήντα χρόνια γάμου, αλλά δεν θυμούνταν την χρόνια που παντρεύτηκαν. 
« εγώ όμως την θυμάμαι» είπε η γριά παραμάνα που ήταν καθισμένη, στα κλαδιά της κουφοξυλιας.
 
 Όμως ο γερό ναυτικός και η γριά γυναίκα του, δεν την έβλεπαν,γιατί αναπολούν αν τα παλιά χρόνια.
 « θυμάσαι τον ήμασταν μικροί;»είπε ο γέρο ναυτικός «όλο τρέχαμε και παίζαμε, εδώ στην αυλή, και φυτέυαμε κλαδάκια μικρά,που τα ποτίζαμε, και κάποιο από αυτά, έγινε η κουφοξυλια. Μεγάλωσε έγινε δεντρο, και καθόμαστε τώρα, εδώ στην σκιά της. Να εκεί ήταν ένα κουβαδάκι, που βουτούσαν τα καραβάκια μου εκεί»
« πρώτα πήγαμε σχολείο και μετά βαπτιστήκαμε,» είπε η γριά « και μετά ανεβήκαμε στον μεγάλο Πύργο, και μετά στο λιμάνι, για να δούμε τον βασιλιά,  και την βασίλισσα, που ταξίδευαν με το μεγαλόπρεπο τους πλοίο. 
 
 « τα δικά μου ταξίδια, ήταν διαφορετικά μακρινά, και για πολλά χρόνια»
« πόσες φορές έκλαψα για σενα!» είπε η γριά « νομίζοντας ότι πέθανες, και χάθηκες στα βάθυ του ωκεανού, θυμάμαι μια μέρα που η βροχή, έπεφτε σαν καταράχτης στεκόμουν στην πόρτα. Κάποτε έφτασε ο ταχυδρόμος και μου έδωσε ένα γράμμα, από εσένα, έκλαιγα και γελούσα,πόσο ευτυχισμένη  ήμουν! Έγραφες πως ήσουν σε μακρινές χώρες, ζεστές, εκεί όπου φυτρώνουν δέντρα του καφέ. Τι όμορφες χώρες ευλογημένες»
« και ύστερα παντρευτήκαμε» είπε ο γερο ναυτικός « κάναμε τον πρώτο μας γιό, ύστερα τηνΕλενη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Γιάννη. Και έκαναν παιδιά και εγγόνια, και μεις δισέγγονα, γερά και ζωντανά. Σαν να ήταν τέτοια εποχή που παντρευτήκαμε.
 « πράγματι είχαν παντρευτεί, μια μέρα σαν αυτή, πριν πενήντα χρόνια» είπε η γριά παραμάνα, και τρύπωσε το κεφάλι ανάμεσα, στους δυο γέρους ,και αυτοί νόμισαν πως ήταν η γειτόνισα και κράτησαν το χέρι ο ένας του άλλου. Ύστερα ήρθαν τα παιδιά, τα εγγόνια, και τα δισέγγονα, για βατούς ευχηθούν, για την πεντηκοστή επετειό τους, επειδή αυτοί γνώριζαν την ημερομηνία. 
 Η κουφοξυλιά έστειλε, το άρωμα της στον ήλιο, που ήταν έτοιμος να δύσει, και αυτός έλαμψε στα πρόσωπα των δυο ηλικιωμένων. Το μικρότερο από τα δισεγγονά τους, άρχισε να χορεύει,φωνάζοντας  χαρούμενο, για το νόστιμο βραδυ που θα έτρωγαν,ψητές πατάτες. Και η γριά παραμάνα ανάμεσα, από την κουφοξυλιά φώναζε και αυτή « ζήτω!» 
« αυτό δεν είναι παραμυθι» είπε το μικρό αγόρι.
« πρέπει να το καταλάβεις» είπε ο γέρος» ας ρωτήσουμε την γριά παραμάνα λοιπόν.
« αυτό δεν είναι παραμυθι, είναι αληθινή ιστορία» είπε η γριά παραμάνα,μά τώρα αρχίζει. Τα ομορφότερα παραμυθια,ξεπηδούν από την πραγματικότητα, πως αλλιώς θα ξεπηδούσε μια κουφοξυλιά, μέσα από την τσαγιέρα;» πήρε το αγόρι από το κρεβάτι, και το ακούμπησε στο στήθος, και η ολάνθιστη κουφοξυλιά τυλίχτηκε γύρω τους. Βρέθηκαν τότε σε ένα σπίτι, ιπτάμενο, και άρχισαν να πετούν μαζί με αυτό, στον αέρα. Και η γριά παραμάνα, μεταμορφώθηκε σε μια όμορφη κοπέλα με το ίδιο φουστάνι, με πράσινα φύλλα, και ολόλευκα άνθη. Ένα άνθος κουφοξυλιας στόλιζε τον κόρφο της, και ένα στεφάνι από άνθη κουφοξυλιάς, στόλιζε τα ξανθά της μαλλιά. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και γαλάζια.
 Η κοπέλα φίλησε το αγόρι και έγιναν συνομήλικοι. Πιασμένοι χέρι χέρι βγήκαν στον κήπο. Ένα μπαστούνι του πατέρα, ήταν στο γρασίδι, και τα δυο παιδιά, το καβάλησαν, σαν να ήταν ζωντανό. Τοτε μεταμορφώθηκε, σε άλογο με χαίτη που ανέμιζε στον αέρα, και καβάλα στο άλογο, άρχισαν να καλπάζουν πάνω στο χορτάρι. 

  «ζήτω καλπάζουμε μακριά» είπε το αγόρι « μακρυά στο μεγάλο κάστρο» 
« να το αγρόκτημα, με την μεγάλη κουφοξυλια, τώρα φτάνουμε στην εκκλησία, να και το σιδηρουργείο, με τους μισόγυμνους σιδεράδες. Καλπάζουμε μακριά! Και όσα έλεγε το κορίτσι,φανερώνονταν στα αλήθεια, όλα τα έβλεπε το αγόρι, κι ας κάλπαζαν γύρω στο χορτάρι του κήπου. Πήραν λουλούδια από το στεφάνι, που φόραγε το κορίτσι στα μαλλιά, και το φύτεψαν στον κήπο, και αυτά μεγάλωσαν, σαν αυτά που φύτεψε ο ναυτικός με την γυναίκα του, όταν ήταν παιδιά. Μετά περπάτησαν πιασμένοι χέρι χέρι, όπως εκείνοι, δεν πήγαν όμως ούτε στον πύργο, ούτε  στο λιμάνι. Το κορίτσι τύλιξε τα χέρια του, γύρω από το αγόρι,και πέταξαν, μακριά σε άλλη χώρα. 
 Και ήρθε η άνοιξη,το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, και οι εικόνες αποτυπώθηκαν στα μάτια, και στην καρδιά, του αγοριού, καθώς το κορίτσι τραγουδούσε. 
« αυτό δεν θα το ξεχάσεις ποτέ» Σε όλο το ταξίδι τους το αρωμα της κουφοξυλιας, κυριαρχούσε στον αέρα, καθώς το αγόρι έγερνε το κεφάλι του, στο στήθος της κοπέλας καθώς πετούσαν.
« είναι όμορφα εδώ την άνοιξη, είπε το κορίτσι καθώς στάθηκαν σε ένα ξύλο οξιάς, που μόλις είχε βλαστήσει, ενώ μοσχοβολουσαν, τα αγριολούλουδα και οι ροχάλες ανεμώνες.
 
 « να ήτανε πάντα άνοιξη, μέσα στο μοσχομύριστο δάσος!»
« είναι το καλοκαίρι ομορφα εδώ» είπε εκείνη και πέταξε πίσω στο χρόνο, στα παλιά κάστρα των ιπποτών. Έβλεπε τα παλιά δρομάκια, και τα καλαμπόκια που ανέμιζαν σαν κύματα στα λιβάδια. Το σούρουπο ανέτειλε ολοστρόγγυλο το φεγγάρι, και κοκκίνισε τον ουρανό, και οι θημωνιές, στα λιβάδια μύριζαν γλυκά. 
« αυτό κανείς δεν το ξεχνά!»
« είναι όμορφα, εδώ το φθινόπωρο» είπε το κορίτσι, και ο ουρανός έγινε πάλι γαλάζιος, ενώ το δάσος το έλουσαν, κόκκινα, κίτρινα, και πράσινα χρώματα. Τα σκυλιά έτρεχαν, και σμήνοι από αγριόκοτες, πετούσαν πάνω στον λόφο. Η θάλασσα πήρε ένα σκούρο, μπλε χρωμα, και γέμισε από πλοία,με άσπρα πανιά. Γυναίκες μάζευαν λυκίσκους σε μεγάλα βαρέλια, παιδιά τραγουδούσαν, και γέροι έλεγαν παραμυθια για ξωτικά του δάσους, και μάγους.
 « είναι πανέμορφα εδώ, τον χειμώνα!» είπε το κορίτσι, και όλα τα δέντρα τυλίχτηκαν με πάχνη και έμοιαζαν, σαν από άσπρα κοράλια. Το χιόνι έτριζε κάτω από τις μπότες. Το χριστουγεννιάτικο δεντρο , άναψε μέσα στο δωμάτιο, και παντού ήταν δώρα. Το βιολί αντηχούσε παντού, και όλοι έτρωγαν φρέσκο κέικ, ως και το φτωχότερο παιδί έλεγε « είναι πανέμορφα εδώ τον χειμώνα»
Ναι ήταν πανέμορφα και το κορίτσι,έδειξε τα πάντα στο αγόρι. Το αγόρι μεγάλωσε, και ήταν έτοιμο να σαλπάρει, μακριά σε χώρες ζεστές, που φύτρωναν τα δέντρα του καφέ. Πριν να φύγει το αγόρι, του έδωσε λουλούδι κουφοξυλιας, από τον κόρφο της για να το φυλάξει. Αυτό το έβαλε, στο προσευχητάρι του, και όταν το άνοιγε, οι σελιδες άνοιγαν εκεί που είχε φυλαγμένο το λουλούδι, και ανάμεσα στα φύλλα του λουλουδιού, έβλεπε το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, να τον κοιτάει με τα γαλάζια της μάτια, και να ψιθυρίζει.
« είναι πανέμορφα εδώ την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο,και τον χειμώνα» και οι εικόνες γλυστρουσαν στο μυαλό τους.
Έτσι τα χρόνια πέρασαν, το παλληκάρι γέρασε και με την γυναίκα του, κάθισε κάτω από την ανθισμένη κουφοξυλια. Κρατούσαν το χέρι ο ένας του άλλου. Ο γερό ναυτικός με την γυναίκα του,και άρχισαν να μιλούν, όπως εκείνοι, για τα παλιά χρόνια και τα πενήντα χρόνια του γάμου τους. Η μικρή κοπέλα με τα άνθη κουφοξυλιας, στα μαλλιά, έγνεψε και είπε.
« σήμερα είναι η πεντηκοστή επέτειος» και πήρε δυο λουλούδια από τα μαλλιά της, και τα φίλησε. Έλαμψαν πρώτα σαν ασημί και μετά έγιναν χρυσαφιά, και όταν τα έβαλε στο κεφάλι των ηλικιωμένων,έγιναν το καθένα από ένα στέμμα. Έτσι κάθονταν οι δυό τους,πάνω στην κουφοξυλιά σαν βασιλιάς και σαν βασίλισσα. 
Ο γέρος είπε την ιστορία, της γριάς παραμάνας, όπως την άκουσε όταν ήταν παιδί. Έμοιαζε με την δίκη του ιστορία. 
« έτσι είναι» είπε η κοπέλα « κάποιοι με λένε γριά παραμάνα άλλοι δρυάδα,όμως το όνομα μου είναι 
« θύμηση» και είμαι εγώ που κάθομαι,μέσα στο δεντρο,που όλο μεγαλώνει. Μπορώ να θυμάμαι,μπορώ να λέω ιστορίες, για να δω έχεις ακόμα το λουλούδι μου; Ο γέρος άνοιξε το προσευχητάρι του, το άνθος της κουφοξυλιας, ήταν εκεί φρέσκο,όπως ήταν πριν πολύ καιρο. Η θύμηση κούνησε το κεφάλι, και το ηλικιωμένο ζευγάρι,έμεινε να καθετε κάτω από τον απογευματινό ήλιο, με τα χρυσά στέμματα στο κεφάλι τους. Έκλεισαν τα μάτια και.. Ναι αυτό είναι το τέλος του παραμυθιού. Το αγόρι δεν ήξερε αν είχε ονειρευτεί, την ιστορία ή, είχε ταξίδεψει στα αλήθεια. Η τσαγιέρα στο τραπέζι, αλλά κανένα κλαδί κουφοξυλιας δεν ξεπρόβαλε από μέσα. Ο γέρος με τις ιστορίες ήταν στην πόρτα έφευγε.
« ποσό όμορφο ήταν!» είπε το αγόρι» πήγα στις ζεστές χώρες.
« καθόλου παράξενα» είπε η μητέρα « οποίος πίνει δυο κούπες, καυτές τσάι κουφοξυλιας,πολύ πιθανόν να ταξιδεύει σε ζεστές χώρες.» και το σκέπασε με την κουβέρτα,για να μην κρυώσει.
« κοιμήθηκες καλά όσο εγώ,και ο γέροντας διαφωνούσαμε, αν ήταν ιστορία ή, παραμυθι.
« και που είναι η γριά παραμάνα;» είπε το αγόρι.
« στην τσαγιέρα» απάντησε η μητερα « και μάλλον εκεί θα παραμείνει»












Σάββατο 27 Απριλίου 2019


 Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ

Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένα ορφανό παιδί που το έλεγαν Πέτρο, σε ένα αγροτόσπιτο, σε ένα ξέφωτο στο δάσος.Ο Πέτρος είχε δυο φίλους την πάπια κι ένα χαριτωμένο πουλάκι.
 
Οι φίλοι του αυτοί του έλεγαν να βγει από την αυλή του αγροτόσπιτο, και να ζήσει την περιπέτεια. Ο παππούς του δεν τον αφήνει να απομακρυνθεί από το σπιτάκι τους αλλά η περιέργεια του Πέτρου είναι μεγάλη.
 Κάποια μέρα άνοιξε την πορτα του φράχτη και βγήκε στο ξέφωτο.πισω του βγαίνει η πάπια σιναμενη και κουναμενη και πάει στην λιμνούλα για να κολυμπήσει. Το πουλάκι και η πάπια πιάνουν κουβέντα.
 «Τι πουλί είσαι εσυ που δεν μπορείς να πετάξεις;» λέει το πουλί.
«Τι πουλί είσαι εσυ που δεν μπορείς να κολυμπήσεις;» λέει η πάπια. Ώρα πολύ μαλώνανε η πάπια κολυμπώντας και το πουλί πετώντας γύρω γύρω.


 
Ο Πέτρος βλέπει ξαφνικά μια γάτα να σέρνεται σιγά σιγά για να πιάσει το πουλάκι. Ο Πέτρος φώναξε «προσέξετε» και το πουλί πέταξε πάνω στο δέντρο.
 Η γάτα σκέφτηκε πως μέχρι να ανεβεί στο δέντρο το πουλί θα έχει κάνει φτερά. Ο παππούς του Πέτρου βγενει έξω και του λέει.
« το δάσος ειναι επικίνδυνο μέρος εάν βγει κανένας λύκος από το δάσος τι θα κανείς;» Ο Πέτρος δεν έδωσε και πολύ σημασία στον παππού του γιατί δεν φοβόταν τους λύκους. Ο παππούς του τον τράβηξε μέσα στο σπίτι και κλείδωσε την πόρτα της αυλής.
 Σε λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο Πέτρος ένας γκρίζος μεγάλος λύκος βγήκε από το δάσος. Η γάτα αμέσως σκαρφάλωσε στο δέντρο, η πάπια έτρεξε έξω από το νερό,αλλά ο λύκος την έφτασε και την έκανε μια χαψιά. 
 Ο λύκος κοιτούσε λαίμαργα την γάτα και το πουλί, πάνω στο δεντρο και έφερνε βόλτες γύρω από το δέντρο προσπαθώντας να τους πιάσει.
 Ο Πέτρος στέκονταν πίσω από την πόρτα του φράχτη,και παρακολουθούσε ότι συνέβαινε. Έτρεξε στο σπίτι και πήρε ένα χοντρό σκοινί, ανέβηκε σε έναν τοίχο δίπλα στο δέντρο. Ο Πέτρος πιάστηκε καλά στα κλαδιά και είπε στο πουλί.
  « πετά και κάνε κύκλους γύρω από το κεφάλι του λύκου, πρόσεχε όμως να μην σε πιάσει» Ο Πέτρος έκανε λάσο το σκοινί και με προσοχή το κατέβασε λίγο λίγο ώσπου έπιασε την ουρά του λύκου και το τράβηξε με όλη του την δύναμη. Ο λύκος άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω σαν τρελός για να ξεφύγει. Ο Πέτρος όμως έδεσε, την άκρη του σχοινιού στο δέντρο. Ο λύκος όπως γύριζε από εδώ και από εκεί κατάφερνε να σφίγγεται η ουρά του πιο πολύ στο σκοινί.
 Εκείνη την ώρα μέσα από το δάσος ξεπρόβαλαν κάποιοι κυνηγοί που ακολουθούσαν τα ίχνη του
 λύκου και άρχισαν να πυροβολούν. Ο Πέτρος τους λέει.
« μην πυροβολείτε το πουλάκι και εγω τον πιάσαμε, βοηθήστε να τον πάμε στον ζωολογικό κήπο». Μπροστά λοιπόν ο Πέτρος καμαρωτός και πίσω οι κυνηγοί και ο λύκος, και παραπίσω ο παππούς και η γάτα. Ο παππούς λέει.
«αν ο Πέτρος δεν είχε πιάσει τον λύκο τι θα γινόταν;»

 Το πουλάκι από πάνω τιτίβισε χαρούμενο.
« τι παλικάρια γενναία ήμαστε ο Πέτρος και εγώ; κοιτάτε πιάσαμε τον λύκο» Και όποιος τέντωνε τα αυτιά του θα άκουγε την πάπια να φωνάζει στο στομάχι του λύκου γιατί από την βιασύνη του την κατάπιε ζωντανή! 










Η ΨΙΨΙΝΑ ΚΑΙ ΨΙΨΙΝΕΛ -Ξύπνα ψιψινελ! -Αχ, μανουλα άσε με λίγο ακόμα! -Σήκω! Έχουμε να κάνουμε πολλά και σήμερα, σήκω! Στο σπ...