ΤΟ ΕΛΑΦΑΚΙ ΚΑΙ Η ΝΕΡΑΙΔΟΥΛΑ
Η μαμά ελαφινα,κουρασμένη από τις δουλειές της ημέρας, και το μικρό ελαφάκι από το παιγνίδι. Η μαμά του πάντοτε συμβούλευε το μικρό της, να μην βγαίνει από την αυλή, και να μην πηγαίνει προς το δάσος, γιατί υπάρχουν πολλά άγρια ζώα, και μπορεί να κινδυνέψει.
Το ελαφάκι μαζεύτηκε, στον κορμό ενός δέντρου, φοβισμένο και από τα ματάκια του έτρεχαν δάκρυα. Ένα λαγουδάκι το κοντοζύγωσε, το είδε μαζεμένο και φοβισμένο, και πήγε κοντά του.
« τι έπαθες μικρό ελαφάκι;» το ρώτησε « γιατί είσαι μόνο σου τόσο αργά εδώ, στο δάσος;» Το ελαφάκι εξήγησε την περιπέτεια του, και όσο εξηγούσε την περιπέτεια του στο λαγουδάκι, νά σου και μια χελώνα, και ένας ασβός, και ένα πουλάκι, ζύγωσαν και ακούγοντας την περιπέτεια του, το παρηγορούσαν. Οι πυγολαμπίδες πετούσαν γύρω γύρω, και μαζί με το φως του φεγγαριού, έβλεπαν τα ζωάκια το ένα, το άλλο.
Πέρασε έτσι αρκετή ώρα,και ένα λαμπερότερο φωτάκι από αυτό των πυγολαμπίδων,φάνηκε να τους ζυγώνει. Όταν έφτασε κοντά τους, είδαν πως ήταν μια μικρή νεραιδούλα, με τα χρυσά φτερά της να λαμπυρίζουν, στο σκοτάδι. Έκατσε πάνω σε ένα αγριολούλουδο, και λέει στο ελαφάκι.
« μην φοβασαι εγώ θα σε πάω στο σπιτάκι σου. Ήμουν η αιτία που έφυγες, από εκεί. Με ακολούθησες, ξέρεις την ημέρα είμαι πεταλούδα, αλλά το βραδυ μεταμορφώνομαι σε αυτό που είμαι τώρα. Σήκω λοιπόν, εγώ θα πετάω μπροστά, και εσυ θα ακολουθείς, έτσι θα σε πάω πίσω την μαμά σου, και στο σπιτάκι σου» Έτσι και έγινε. Μπροστά η νεραιδουλα πίσω το ελαφάκι, και πιο πίσω τα ζωάκια. Θέλησαν να πάνε μαζί του, μέχρι το σπίτι. Η μαμά ελαφινα που όλη μέρα έψαχνε, το μικρό της, μόλις το είδε το αγκάλιασε χαρούμενη, και ευχαρίστησε την νεραιδούλα και τα ζωάκια, που βοήθησαν το μικρό της. Το ελαφάκι υποσχέθηκε στην μαμά του ότι από δω και μπρος, θα είναι πιο προσεκτικό Έτσι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα