ΤΟ ΑΤΑΚΤΟ ΚΟΥΝΕΛΑΚΙ
Όλη μέρα, από την ώρα που η μαμά τους, τα ξυπνούσε,το πρωί,έπαιζαν χωρίς σταματημό.Ετρεχαν μια από δω, μια από εκεί,στο δάσος αλλά ποτέ δεν έφευγαν πολύ μακριά από το σπίτι τόσο. Το μικρότερο από όλα τα αδερφάκια, ήταν το πιο ζωηρό, και το πιο απρόσεχτο.
« δεν θα φεύγετε πολύ μακριά,από το σπίτι» έλεγε κάθε μέρα η μαμά κουνέλα «μην ξεχνάτε ότι τριγυρίζει, εδώ γύρω ο κακός λύκος, που είναι όλο πεινασμένος,και η πονηρή αλεπού, προσοχή λοιπόν»
Ένα πρωί η μαμά κουνελα, όπως κάθε πρωί, φωνάζει τα μικρά κουνελάκια, να σηκωθούν από τα κρεβατάκια τους.
« σηκωθήτε μικροί τεμπέληδες, κοντεύει μεσημέρι, το πρωινό, σας περιμένει εδώ και ώρα.
Τα μικρά κουνελάκια,σηκώθηκαν, έστρωσαν τα κρεβατάκια τους, και έφαγαν το νόστιμο πρωινό τους με πολύ όρεξη. Μόλις χόρτασαν, βγήκαν στην αυλή,και αρχίσαν τα παιχνίδια, και τις ζαβολιές όπως κάθε μέρα.
Έπαιζαν για πολλές ώρες, και η μαμά κουνελα, έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Έφτασε το μεσημέρι,και η μαμά τους,έστρωσε το τραπέζι με το φρέσκο και νόστιμο φαγάκι και τα φώναξε, να σταματήσουν το παιχνίδι, για να φάνε.
Έτρεξαν τα μικρά κουνελάκια, πεινασμένα, έπλυνα τα χεράκια τους και έκατσαν, στο τραπέζι. Μια καρέκλα όμως έμεινε άδεια. Ο μικρούλης ζαβολιάρης, δεν ήταν εκεί.
Φωνάζοντας, και ψάχνοντας, πέρασε λίγη ώρα, και η ανησυχία της μεγάλωνε. Έτρεξε τότε στους γείτονες, και ζήτησε βοήθεια, να βγουν όλοι μαζί, να το ψάξουν. Όσο εκείνοι έψαχναν, ο μικρούλης παίζοντας, ξεμάκρυνε όλο και πιο πολύ, βαθιά στο δάσος. Άρχισε να ψάχνει τον δρόμο, για να γυρίσει σπίτι αλλά, έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος.
Έτρεξαν τα μικρά κουνελάκια, πεινασμένα, έπλυνα τα χεράκια τους και έκατσαν, στο τραπέζι. Μια καρέκλα όμως έμεινε άδεια. Ο μικρούλης ζαβολιάρης, δεν ήταν εκεί.
« μητέρα δεν είναι εδώ, ο μικρός αδερφός μας» είπαν όλα με μια φωνή. Η μαμά κουνελα βγήκε στην αυλή, και άρχισε να τον φωνάζει, αλλά εκείνος πουθενά.
Το μυαλό του ήταν στην μαμά του, και στα αδερφάκια του, που θα είχαν αρχίσει να άνησυχουν. Η ώρα περνούσε και άρχισε, να σουρουπώνει. Το φεγγάρι φάνηκε στον ουρανό, και το δάσος βάφτηκε ασημί από το φως του και τα άστρα τρεμόσβηναν ψηλά.
Κάποια στιγμή, κατάφερε και ανέβηκε σε έναν μικρό λόφο,και έκατσε λίγο να ξεκουραστεί. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που ήταν έτοιμη να σπάσει.
« αχ μανούλα μου δεν σε άκουγα, και τώρα να, και γω χάθηκα και εσυ θα ανησυχείς για μένα. Τι καλά να μπορούσα, να γυρίσω πίσω! Ποτέ πια δεν θα φυγω μακριά από το σπίτι μας. Θα γίνω το πιο φρόνιμο από όλα τα αδερφάκια μου.» Και εκεί που σκεφτόταν αυτά και τα δάκρυα έτρεχαν στο προσωπάκι του, άκουσε την φωνή της μαμάς του, από μακριά να τον φωνάζει.
« εδώ μαμά! εδώ!» φώναξε. Σε λίγο άκουσε να πλησιάζουν η μανούλα του, και οι γείτονες.
Μόλις είδε την μαμά του έτρεξε κοντά της, και εκείνη το μάλωσε τρυφερά, κατο αγκάλιασε, με πολύ αγαπη.
«άλλη φορά μανούλα, δεν θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι, θα είμαι το πιο ήσυχο από όλα τα αδερφάκια μου» «το ξέρω μικρούλη μου, το ξέρω» είπε η μαμά κουνέλα «το πάθημα θα σου γίνει μάθημα» Και έτσι αγκαλιασμένοι έφτασαν στο σπιτάκι τους, και μαζί με τους γείτονες και τα αδερφάκια του, γιόρτασαν μέχρι αργά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου