Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Η ΨΙΨΙΝΑ ΚΑΙ ΨΙΨΙΝΕΛ


-Ξύπνα ψιψινελ!
-Αχ, μανουλα άσε με λίγο ακόμα!
-Σήκω! Έχουμε να κάνουμε πολλά και σήμερα, σήκω!
Στο σπιτάκι της ψιψίνας,άρχισε το καθημερινό πρόγραμμμα, η καθημερινή ρουτίνα. Η ψιψίνα ετοίμασε το γάλα της ψιψινελ, και περίμενε να σηκωθεί η μικρή, να πιει το γάλα της, και να γεμίσει το στομαχάκι της.
 Μετά θα ακολουθούσαν τα μαθήματα της ψιψινελ, πως να βρίσκει την τροφή της, πως να φυλάγεται από κακούς ανθρώπους, και από τα αγρίμια. Στο σπίτι των ανθρώπων, κοντά στο σπιτάκι της ψιψινας,ευτυχώς πάντοτε υπάρχει τροφουλα,για την ψιψίνα, την ψιψινελ, και για πολλά αλλά ζωάκια.

 Έτσι η ψιψίνα έβρισκε πάντοτε τροφή, για να χορτάσει αυτή,και η ψιψινελ, όταν το κυνήγι δεν πήγαινε καλά.
 
Όταν λοιπόν η ψιψίνα, έβγαλε την ψιψινελ από το σπιτάκι τους, για τα πρώτα μαθήματα κυνηγιού, στην αυλή των ανθρώπων, υπήρχε τροφή για τα ζωάκια, και η ψιψινελ άρχισε να τρωει και από πιατάκι!
-Άντε ψιψινελ, σήκω έχουμε μάθημα! 
-Εντάξει μανούλα, σηκώνουμε! είπε η μικρή. Σηκώθηκε, τεντώθηκε καλά καλά, και ήπιε το γάλα της. 
 -Άντε, πάμε έξω ψιψινελ να κάνουμε το μάθημα μας, πως να πιάνουμε τις σαύρες, τα ποντικάκια.
-Μα μανούλα οι άνθρωποι φροντίζουν να βρίσκουμε, πάντοτε φαγάκι, γιατί να κυνηγάμε και να κουραζόμαστε; 
-Αχ, μικρή μου ψιψινελ, πρέπει να μάθεις να βρίσκεις το φαΐ σου μόνη, και όταν οι άνθρωποι που μας αγαπάνε, μας δίνουν φαγάκι ακόμα καλύτερα! Αλλά εμείς πρέπει από μικρά, να μαθαίνουμε πως να βρίσκουμε το φαγάκι μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε κυνηγοί! Έτσι πρέπει, μεγαλώνοντας θα καταλάβεις καλύτερα.
-Έχεις δίκαιο μανούλα πάμε, είπε η ψιψινελ και βγήκαν από το σπιτάκι τους.


Παρατηρώντας
Την Μαυρούλα και το μωρό της!



Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ήταν τρία δεντράκια, τρία αδερφάκια, το ένα κοντά  στο άλλο, σφιχταγκαλιασμένα. Την άνοιξη και το καλοκαίρι, στα κλαδιά τους, και στα φυλλώματα τους,φιλοξενούσαν με πολύ αγάπη και στοργή, φωλιές πουλιών. Έτσι τις προφυλασαν από αρπακτικά πουλιά, και από αδιάκριτα βλέμματα.

   
 Τα πουλιά κελαιηδουσαν, όλη μέρα άρχιζαν το τραγούδι τους πριν ακόμα καλά χαράξει. Τα τρία αδέρφια άκουγαν, τα πουλιά να κελαηδούν, και ήταν και αυτά πολύ χαρούμενα και ευτυχισμένα.
 Κάποτε όμως οι όμορφες, ζεστές καλοκαιρινές μέρες, έφευγαν και το φθινόπωρο, έφτανε με τα πρώτα κρύα. Τα πουλάκια εγκατέλειπαν τις φωλιές τους, και πετούσαν προς το νότο, σε μέρη ζεστά, μέχρι να περάσει ο χειμώνας, και να ξανάρθουν.  Ο σκληρός χειμώνας σε λίγο χτυπούσε την πόρτα. Βροχές, αέρηδες, χιόνια και χαλάζια, ο χειμώνας έτσι έδειχνε το σκληρό του πρόσωπο, και τα τρία αδερφάκια, αγκαλιασμένα σφιχτά, νοσταλγούσαν τις όμορφες ηλιόλουστες και ζεστές μέρες.
 Ο καιρός περνούσε, και τα τρία αδερφάκια αγκαλιασμένα,περίμεναν να έρθει η άνοιξη πάλι, με πολύ χαρά, γιατί στα κλαδιά τους τα πουλάκια θα έκαναν, ξανά τις φωλιές τους. Έτσι με το γλυκό τους κελάηδημα, τα τρία αδερφάκια θα ήταν πάλι, χαρούμενα και ευτυχισένα.








Κυριακή 2 Ιουνίου 2019


ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΡΙΟΓΟΥΡΟΥΝΟ


Καλοκαίρι καταμεσήμερο και πολύ ζέστη.Ενα λιοντάρι διψούσε πολύ και ξεκίνησε από την φωλιά του να πάει στην κοντινότερη πηγη για να πιεί νερό. Σε άλλη φωλιά στο δάσος ένα διψασμένο αγριογούρουνο ξεκίνησε και αυτό να πάει, στην ίδια πηγη, να πιει νερό, να ξεδιψάσει.
 
Και τα δυο ζώα έφτασαν, μαζί στην πηγη.Δεν μπορούσαν να πιούνε και τα δυο μαζί όμως, όπως προσπάθησαν, γιατί η πηγη ήταν μικρή.
«εγώ θα πιω πρώτος! είπε το λιοντάρι.
«Όχι εγώ θα πιω πρώτος γιατί εσυ; Ρώτησε το αγριογούρουνο.
« εγώ είμαι ο βασιλιάς των ζώων!
« εγώ όμως δεν σε αποδέχομαι για βασιλιά μου!
« το καλό που σε θέλω πάνε παραπέρα γιατί θα σε κατασπάραξε.
«δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζεις, θα σε κατασπαράξω με τα δόντια μου! είπε το αγριογούρουνο.

 

Τα δυο ζώα άρχισαν να παλεύουν, αλλά κανένα δεν νικούσε, γιατί και τα δυο ήταν πολύ δυνατά. Κάποια στιγμή σταμάτησαν, για να πάρουν μια ανάσα, και είδαν τα όρνια να κάθονται στα δέντρα και να περιμένουν, ποιο ζώο θα σκοτωθεί,για να το φάνε.
 « πιο καλά να γίνουμε φίλοι, παρά να μας φάνε τα όρνια! είπε το λιοντάρι.
« και εγώ αυτό νομίζω είπε το αγριογούρουνο. Έτσι ήπιαν με σειρά νερό, το ένα μετά το άλλο. Είχαν καταλάβει, ότι με μαλωματα δεν θα κέρδιζαν, αλλά θα έχαναν.



Παρασκευή 10 Μαΐου 2019


ΤΟ ΕΛΑΦΑΚΙ ΚΑΙ Η ΝΕΡΑΙΔΟΥΛΑ


 Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα δάσος δροσερό,ζούσε η μαμά ελαφίνα με το ελαφάκια της. Το σπιτάκι τους ήταν στην άκρη, του καταπράσινου δάσους. Ήταν ένα όμορφο σπιτάκι, με μια όμορφη αυλή, γεμάτη ευωδιαστά λουλούδια. Το ελαφάκι έπαιζε πολλές ώρες, μέχρι που κουράζονταν, και μαζευόταν στο σπίτι, και η μαμά ελαφίνα το ετοίμαζε το φαγάκι του, έτρωγαν με όρεξη το βραδινό τους, και έπεφταν να κοιμηθούν.
  
 
Η μαμά ελαφινα,κουρασμένη από τις δουλειές της ημέρας, και το μικρό ελαφάκι από το παιγνίδι. Η μαμά του πάντοτε συμβούλευε το μικρό της, να μην βγαίνει από την αυλή, και να μην πηγαίνει προς το δάσος, γιατί υπάρχουν πολλά άγρια ζώα, και μπορεί να κινδυνέψει.

 

  Ένα πρωί το ελαφάκι, έπαιζε όπως κάθε μέρα στην αυλή. Χοροπηδούσε από την μια άκρη της αυλής στην άλλη. Ξαφνικά βλέπει μια πολύχρωμη πεταλουδίτσα, να πετάει από λουλούδι σε λουλούδι, και το μικρό ελαφάκι, την ακολουθούσε και την περιεργαζονταν. Η πεταλουδιτσα πέταξε από δω, πέταξε  από εκεί, και κάποια στιγμή βγήκε από την αυλή. Το ελαφάκι δίνει έναν σάλτο, και βγαίνει, από τον φράχτη, έξω. Ακολουθήσει την πεταλούδα, τρέχοντας ξοπίσω, χωρίς να την χάνει από τα μάτια του.


 Τρέχοντας και παίζοντας, το ελαφάκι και ακολουθώντας την πεταλούδα, δίχως να το καταλάβει, μπήκε βαθιά στο δάσος. Και δεν έφτανε αυτό, έχασε και την πεταλουδιτσα, γιατί εκείνη πέταξε ψηλά  και εξαφανίστηκε. Το ελαφάκι όσο περνούσε η ώρα, και προσπαθούσε να γυρίσει πίσω, δεν έβρισκε όμως τον δρόμο, και άρχισε να ανησυχεί και να φοβάται, πως δεν θα βρει ποτέ το σπίτι του και την μαμά του. Ο ήλιος σιγά σιγά, άρχισε να πηγαίνει προς την δυση, και στον ουρανό έκανε την εμφάνιση του το φεγγάρι,για την βραδινή του βόλτα, από την μια μεριά του ουρανού, στην άλλη.
Το ελαφάκι μαζεύτηκε, στον κορμό ενός δέντρου, φοβισμένο και από τα ματάκια του έτρεχαν δάκρυα. Ένα λαγουδάκι το κοντοζύγωσε, το είδε μαζεμένο και φοβισμένο, και πήγε κοντά του.
« τι έπαθες μικρό ελαφάκι;» το ρώτησε « γιατί είσαι μόνο σου τόσο αργά εδώ, στο δάσος;» Το ελαφάκι εξήγησε την περιπέτεια του, και όσο εξηγούσε την περιπέτεια του στο λαγουδάκι, νά σου και μια χελώνα, και ένας ασβός, και ένα πουλάκι, ζύγωσαν και ακούγοντας την περιπέτεια του, το παρηγορούσαν. Οι πυγολαμπίδες πετούσαν γύρω γύρω, και μαζί με το φως του φεγγαριού, έβλεπαν τα ζωάκια το ένα, το άλλο.
 
Πέρασε έτσι αρκετή ώρα,και ένα λαμπερότερο φωτάκι  από αυτό των πυγολαμπίδων,φάνηκε να τους ζυγώνει. Όταν έφτασε κοντά τους, είδαν πως ήταν μια μικρή νεραιδούλα, με τα χρυσά φτερά της να λαμπυρίζουν, στο σκοτάδι. Έκατσε πάνω σε ένα αγριολούλουδο, και λέει στο ελαφάκι.
« μην φοβασαι εγώ θα σε πάω στο σπιτάκι σου. Ήμουν η αιτία που έφυγες, από εκεί. Με ακολούθησες, ξέρεις την ημέρα είμαι πεταλούδα, αλλά το βραδυ μεταμορφώνομαι σε αυτό που είμαι τώρα. Σήκω λοιπόν, εγώ θα πετάω μπροστά, και εσυ θα ακολουθείς, έτσι θα σε πάω πίσω την μαμά σου, και στο σπιτάκι σου» Έτσι και έγινε. Μπροστά η νεραιδουλα πίσω το ελαφάκι, και πιο πίσω τα ζωάκια. Θέλησαν να πάνε μαζί του, μέχρι το σπίτι. Η μαμά ελαφινα που όλη μέρα έψαχνε, το μικρό της, μόλις το είδε το αγκάλιασε χαρούμενη, και ευχαρίστησε την νεραιδούλα και τα ζωάκια, που βοήθησαν το μικρό της. Το ελαφάκι υποσχέθηκε στην μαμά του ότι από δω και μπρος, θα είναι πιο προσεκτικό Έτσι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα

 
 «










Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Η ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΩ Η ΑΛΕΠΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα δάσος δροσερό, ζούσε η κυρα-Μαριώ η αλεπού.Το σπίτι της ήταν μέσα στο καταπράσινο δάσος. Κάθε μέρα έβγαινε από το σπιτάκι της, για να ψάξει να βρει, κάτι νόστιμο να φαΐ.
Ένα πρωινό βγήκε από το σπιτάκι της,όταν άρχισε να γουργουρίζει,το στομάχι της, από την πείνα.
« τι πείνα είναι αυτή;» είπε η αλεπού.»
« θα πάω στο κοντινό χωριό, εκεί όλο και σε κάποιο κοτέτσι, θα βρω παχουλός κοτούλες, θα αρπάξω μια» είπε.
 
Πήρε λοιπόν το τσουβάλι της, για να βάλει την κοτούλα που θα άρπαζε, και ξεκίνησε. Καθώς περπατούσε στο δάσος, άκουσε να πλησιάζουν οι κυνηγοί, με τα σκυλιά τους.
« πω!πω! Αν με δούνε, ή, με μυρίσουν τα σκυλιά, θα με κυνηγήσουν, και αλοιμονο μου.
Κρυφτηκε πίσω από τον κορμό μιας γέρικης βελανιδιάς, και κρατούσε μέχρι και την ανάσα της.

 
Κάποια στιγμή τα σκυλιά, κοντοζηγωσαν,στην κρυψώνα της,και η κυρα-Μαριώ, μόνο που δεν έπεσε κάτω από την τρομάρα της. Άρχισε σιγά σιγά, να αφήνει την κρυψώνα της, για να πάει πιο μακριά, αλλά τα σκυλιά την μύρισαν, και άρχισαν να την κυνηγούν. Τι τρομάρα η κυρα-Μαριώ! έτρεχε με όλη την δύναμη της, μέχρι και το τσουβάλι της πέταξε, για να μην την εμποδίζει, στην τρεχάλα της. Τέλος κατάφερε να ξεφύγει, και ξάπλωσε κάτω, μέχρι που πήρε ανάσα. Αφού βεβαιώθηκε, ότι τα σκυλιά την έχασαν, γύρισε πίσω για να βρει το τσουβάλι της. Βρήκε λοιπόν το τσουβάλι της, το έριξε στον ώμο, και γραμμή για τα κοτέτσια του χωριού. Σαν έφτασε στο πρώτο σπίτι, κρύφτηκε στα γύρω δέντρα,και παρακολουθεί, μην την δουν οι νοικοκυραίοι του σπιτιού, και αν υπάρχει σκυλί εκεί κοντά.

 
Έκατσε έτσι κρυμμένη αρκετή ώρα, και αφού δεν είδε ανθρώπους και σκυλιά, κοντοζηγωσε στο κοτέτσι. 
« να το γεύμα μου, οι στρουμπουλες κοτούλες» είπε και στάθηκε κάτω από το κοτέτσι.
Μόλις την είδαν οι κοτούλες,άρχισαν να φωνάζουν τρομαγμένες, και να πετούν από δω και από εκεί, μέσα στο κοτέτσι. 
 
Το σκυλί του σπιτιού, που ήταν εκεί γύρω, άκουσε τις κοτούλες και έτρεξε,στο σπίτι και στο κοτέτσι.Μολις είδε την κυρα-Μαριώ, την αλεπού,άρχισε να γαβγίζει και να την κυνηγάει. Μπροστά η αλεπού πίσω ο σκύλος πήγαιναν έτσι για αρκετό δρόμο, αλλά η αλεπού, κατάφερε να ξεφύγει πάλι.
 « τι άτυχη που είμαι;» είπε η αλεπού,και προσπάθησε να ηρεμήσει και να πάρει ανάσα. 
« δεν έχω τύχη σήμερα, πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου, πριν τριτώσει το κακό» μουρμούρισε η αλεπού.
« το στομάχι μου, γουργουρίζει μήπως και βρω, κάτι άλλο για να φάω» είπε. Με το σακούλι της άδειο στον ώμο, πήρε τον δρόμο για το σπιτάκι της. Περνώντας μέσα από ένα χωράφι με σιτάρι, βλέπει έναν ποντικό.
« να! κάτι είναι και αυτό» και χραπ το άρπαξε.Αφου πήρε αυτόν τον μεζέ, γιατί μεζές ήταν με την πείνα που είχε, έφτασε στο σπίτι της. «τελικά στάθηκα τυχερή, γλύτωσα δυο φορές, από τα σκυλιά,και έφαγα και κάτι λίγο, καιρός για λίγο ύπνο» είπε και ξάπλωσε στο κρεβατακι της.


  












Τρίτη 30 Απριλίου 2019

 ΤΟ ΑΤΑΚΤΟ ΚΟΥΝΕΛΑΚΙ



Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό μέσα στο καταπράσινο δάσος, σε ένα όμορφο  σπιτάκι ζούσε η μαμά κουνέλα με τα τέσσερα κουνελάκια της. Όλα τα μικρά της ήταν ζωηρά,σκανταλιάρικες,και όλο σκαρφίζονταν καινούργιες ζαβολιές.
   
 Όλη μέρα, από την ώρα που η μαμά τους, τα ξυπνούσε,το πρωί,έπαιζαν χωρίς σταματημό.Ετρεχαν μια από δω, μια από εκεί,στο δάσος αλλά ποτέ δεν έφευγαν πολύ μακριά από το σπίτι τόσο. Το μικρότερο από όλα τα αδερφάκια, ήταν το πιο ζωηρό, και το πιο απρόσεχτο.

 

 Πότε πότε,ξεμάκρυνε από το σπιτάκι τους, και από τα μάτια της μαμάς του. Ήταν πολύ περίεργο,και ήθελε να ανακαλύπτει όλο και περισσότερα μέρη, για καλό παιχνίδι στο δάσος.
« δεν θα φεύγετε πολύ μακριά,από το σπίτι» έλεγε κάθε μέρα η μαμά κουνέλα «μην ξεχνάτε ότι τριγυρίζει, εδώ γύρω ο κακός λύκος, που είναι όλο πεινασμένος,και η πονηρή αλεπού, προσοχή λοιπόν»
 Ένα πρωί η μαμά κουνελα, όπως κάθε πρωί, φωνάζει τα μικρά κουνελάκια, να σηκωθούν από τα  κρεβατάκια τους.
« σηκωθήτε μικροί τεμπέληδες, κοντεύει μεσημέρι, το πρωινό, σας περιμένει εδώ και ώρα.

 
 
Τα μικρά κουνελάκια,σηκώθηκαν, έστρωσαν τα κρεβατάκια τους, και έφαγαν το νόστιμο πρωινό τους με πολύ όρεξη. Μόλις χόρτασαν, βγήκαν στην αυλή,και αρχίσαν τα παιχνίδια, και τις ζαβολιές όπως κάθε μέρα.
 
Έπαιζαν για πολλές ώρες, και η μαμά κουνελα, έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Έφτασε το μεσημέρι,και η μαμά τους,έστρωσε το τραπέζι με το φρέσκο και νόστιμο φαγάκι και τα φώναξε, να σταματήσουν το παιχνίδι, για να φάνε.
 Έτρεξαν τα μικρά κουνελάκια, πεινασμένα, έπλυνα τα χεράκια τους και έκατσαν, στο τραπέζι. Μια καρέκλα όμως έμεινε άδεια. Ο μικρούλης ζαβολιάρης, δεν ήταν εκεί.
« μητέρα δεν είναι εδώ, ο μικρός αδερφός μας» είπαν όλα με μια φωνή. Η μαμά κουνελα βγήκε στην αυλή, και άρχισε να τον φωνάζει, αλλά εκείνος πουθενά. 


 Φωνάζοντας, και ψάχνοντας, πέρασε λίγη ώρα, και η ανησυχία της μεγάλωνε. Έτρεξε τότε στους γείτονες, και ζήτησε βοήθεια, να βγουν όλοι μαζί, να το ψάξουν. Όσο εκείνοι έψαχναν, ο μικρούλης παίζοντας, ξεμάκρυνε όλο και πιο πολύ, βαθιά στο δάσος. Άρχισε να ψάχνει τον δρόμο, για να γυρίσει σπίτι αλλά, έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος.

 
Το μυαλό του ήταν στην μαμά του, και στα αδερφάκια του, που θα είχαν αρχίσει να άνησυχουν. Η ώρα περνούσε και άρχισε, να σουρουπώνει. Το φεγγάρι φάνηκε στον ουρανό, και το δάσος βάφτηκε ασημί από το φως του και τα άστρα τρεμόσβηναν ψηλά.


 Ο φόβος του μικρούλη, τώρα πια άρχισε να μεγαλώνει, και δάκρυα έτρεχαν από τα ματάκια του. Ξαφνικά βλέπει κάπου εκεί κοντά δυο μάτια, να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Ήταν η κυρά Μαριώ, η αλεπού, που είχε βγει από την φωλιά της,να βρει κανένα ποντικάκι ή, κάποιο κουνελάκι.


 Η καρδούλα του μικρούλη,πήγαινε να σπάσει, από τον φόβο,κρύφτηκε λοιπόν πίσω από έναν θάμνο, και για καλή του τύχη η κυρά Μαριώ, η αλεπού δεν τον είδε. Αφού ηρέμησε λίγο,άρχισε να ψάχνει πάλι, μήπως και βρει τον δρόμο για το σπιτάκι του. Βγήκε κάποτε σε ένα ξέφωτο, και εκεί ήταν και ένας δρόμος. Άρχισε να περπατάει στον δρόμο,και ξάφνου βλέπει μια άμαξα, με τα φανάρια της αναμμένα, να τον πλησιάζει. Το φως των φαναριών τον τύφλωσαν, και όλο πλησίαζε η άμαξα και το μικρό κουνελάκι, δεν ήξερε που να πάει. Και μην βλέποντας, πήγαινε μια από δω και μια από εκεί στον δρόμο.
 Κάποια στιγμή, κατάφερε και ανέβηκε σε έναν μικρό λόφο,και έκατσε λίγο να ξεκουραστεί. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που ήταν έτοιμη να σπάσει.
« αχ μανούλα μου δεν σε άκουγα, και τώρα να, και γω χάθηκα και εσυ θα ανησυχείς για μένα. Τι καλά να μπορούσα, να γυρίσω πίσω! Ποτέ πια δεν θα φυγω μακριά από το σπίτι μας. Θα γίνω το πιο φρόνιμο από όλα τα αδερφάκια μου.» Και εκεί που σκεφτόταν αυτά και τα δάκρυα έτρεχαν στο προσωπάκι του, άκουσε την φωνή της μαμάς του, από μακριά να τον φωνάζει. 
« εδώ μαμά! εδώ!» φώναξε. Σε λίγο άκουσε να πλησιάζουν η μανούλα του, και οι γείτονες.
 Μόλις είδε την μαμά του έτρεξε κοντά της, και εκείνη το μάλωσε τρυφερά, κατο αγκάλιασε, με πολύ αγαπη.
«άλλη φορά μανούλα, δεν θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι, θα είμαι το πιο ήσυχο από όλα τα αδερφάκια μου» «το ξέρω μικρούλη μου, το ξέρω» είπε η μαμά κουνέλα «το πάθημα θα σου γίνει μάθημα» Και έτσι αγκαλιασμένοι έφτασαν στο σπιτάκι τους, και μαζί με τους γείτονες και τα αδερφάκια του, γιόρτασαν μέχρι αργά!
  















Δευτέρα 29 Απριλίου 2019



Η ΚΟΥΦΟΞΥΛΙΑ



Μια φορά κι έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένα μικρό αγόρι με την μητέρα του.Μι μέρα γύρισε από το σχολείο του με βρεγμένα πόδια και με ένα γερό κρυολόγημα.Κανεις δεν ξέρει πως κατάφερε να βραχεί μια τόσο στεγνή μέρα. Η μητέρα του τον ξέντυσε, τον έβαλε στο κρεβάτι του,και του έκανε ένα τσάι κουφοξυλιας.

    

 Εκείνη την στιγμή,ήρθε ο γεροντάκος που καθόταν, μόνος του στην σοφίτα. Δεν είχε οικογένεια, αλλά αγαπούσε παρά πολύ τα παιδιά, και πάντοτε σκαρωνε ένα παραμυθι για αυτά.
« πιες το τσάι σου, και μπορεί να ακούσεις ένα ωραιο παραμυθι» είπε η μητέρα του παιδιού.
« αν είχα ένα καινούριο παραμυθι να πω...είπε ο γεράκος « αλλά πες μου πως βράχηκαν τα πόδια σου
« θα μου πεις ένα παραμυθι;» είπε το αγόρι.
« θα σου πω,αλλά πρώτα θα μου πεις πως βράχηκαν τα πόδια σου, και ποσό βαθύ ήταν το αυλάκι»
« στα μισά της μπότας μου» είπε το παιδί « μετά όμως πάτησα μια βαθιά λακκούβα.»
« να λοιπόν πως βράχηκαν τα πόδια σου» είπε ο γέρος « τώρα σου χρωστώ ένα παραμυθι»
« μπορείς να φτιάξεις ένα;» είπε το αγόρι « η μητέρα λέει ότι ξέρεις να φτιάχνεις ιστορίες με ότι βλέπεις γύρω σου»
« ναι οι καλές ιστορίες έρχονται από μόνες τους» και βλέποντας την μητέρα του αγοριού να ρίχνει μερικά άνθη κουφοξυλιας μέσα στην τσαγιέρα είπε.

 

 « ωπ! ήρθε κοίταξε είναι μέσα στην τσαγιέρα!» είπε ο γεροντάκος. Το αγόρι κοίταξε την τσαγιέρα και το καπάκι άρχισε να χοροπηδάει, καθώς έβραζαν τα άνθη,στο νερά. Τα άνθη της κουφοξυλιας, φάνηκαν να ξεπροβάλουν, από την τσαγιέρα ολόφρεσκα και κάτασπρα, και άρχισαν να βγάζουν κλαδιά και να την τυλίγουν γύρω γύρω μέχρι που έγινε μια υπέροχη κουφοξυλια, ένα δεντρο που απλώθηκε από τις κουρτίνες, στο κρεβάτι, και όλο άνθιζε και μοσχομύριζε. Μπρος από την κουφοξυλια στέκονταν μια γερόντισσα με συμπαθητικό πρόσωπο,ντυμένη με πράσινο φόρεμα,στολισμένο με άνθη κουφοξυλιας δίχως να καταλαβαίνεις, αν ήταν από ύφασμα ή, αληθινά λουλούδια.

 

 « πως την λένε;» ρώτησε το αγόρι.
 «δρυάδα,την λένε οι Έλληνες και Ρωμαίοι, οι ναυτικοί όμως στην βόρεια Ευρώπη, την λένε «γριά παραμάνα» κοίταξε όμως την όμορφη κουφοξυλια και άκουσε τι θα σου πει»
« στην γωνία της αυλής ενός μικρού σπιτιού, ήταν μια μεγάλη, ανθισμένη κουφοξυλια, και στην σκιά της καθόταν τακτικά ο γερό ναυτικός με την γυναίκα του,στην απογευματινή λιακάδα.Εχοντας παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα,θα γιόρταζαν τα πενήντα χρόνια γάμου, αλλά δεν θυμούνταν την χρόνια που παντρεύτηκαν. 
« εγώ όμως την θυμάμαι» είπε η γριά παραμάνα που ήταν καθισμένη, στα κλαδιά της κουφοξυλιας.
 Όμως ο γερό ναυτικός και η γριά γυναίκα του, δεν την έβλεπαν,γιατί αναπολούν αν τα παλιά χρόνια.
 « θυμάσαι τον ήμασταν μικροί;»είπε ο γέρο ναυτικός «όλο τρέχαμε και παίζαμε, εδώ στην αυλή, και φυτέυαμε κλαδάκια μικρά,που τα ποτίζαμε, και κάποιο από αυτά, έγινε η κουφοξυλια. Μεγάλωσε έγινε δεντρο, και καθόμαστε τώρα, εδώ στην σκιά της. Να εκεί ήταν ένα κουβαδάκι, που βουτούσαν τα καραβάκια μου εκεί»
« πρώτα πήγαμε σχολείο και μετά βαπτιστήκαμε,» είπε η γριά « και μετά ανεβήκαμε στον μεγάλο Πύργο, και μετά στο λιμάνι, για να δούμε τον βασιλιά,  και την βασίλισσα, που ταξίδευαν με το μεγαλόπρεπο τους πλοίο. 
 

 « τα δικά μου ταξίδια, ήταν διαφορετικά μακρινά, και για πολλά χρόνια»
« πόσες φορές έκλαψα για σενα!» είπε η γριά « νομίζοντας ότι πέθανες, και χάθηκες στα βάθυ του ωκεανού, θυμάμαι μια μέρα που η βροχή, έπεφτε σαν καταράχτης στεκόμουν στην πόρτα. Κάποτε έφτασε ο ταχυδρόμος και μου έδωσε ένα γράμμα, από εσένα, έκλαιγα και γελούσα,πόσο ευτυχισμένη  ήμουν! Έγραφες πως ήσουν σε μακρινές χώρες, ζεστές, εκεί όπου φυτρώνουν δέντρα του καφέ. Τι όμορφες χώρες ευλογημένες»
« και ύστερα παντρευτήκαμε» είπε ο γερο ναυτικός « κάναμε τον πρώτο μας γιό, ύστερα τηνΕλενη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Γιάννη. Και έκαναν παιδιά και εγγόνια, και μεις δισέγγονα, γερά και ζωντανά. Σαν να ήταν τέτοια εποχή που παντρευτήκαμε.
 « πράγματι είχαν παντρευτεί, μια μέρα σαν αυτή, πριν πενήντα χρόνια» είπε η γριά παραμάνα, και τρύπωσε το κεφάλι ανάμεσα, στους δυο γέρους ,και αυτοί νόμισαν πως ήταν η γειτόνισα και κράτησαν το χέρι ο ένας του άλλου. Ύστερα ήρθαν τα παιδιά, τα εγγόνια, και τα δισέγγονα, για βατούς ευχηθούν, για την πεντηκοστή επετειό τους, επειδή αυτοί γνώριζαν την ημερομηνία. 
 Η κουφοξυλιά έστειλε, το άρωμα της στον ήλιο, που ήταν έτοιμος να δύσει, και αυτός έλαμψε στα πρόσωπα των δυο ηλικιωμένων. Το μικρότερο από τα δισεγγονά τους, άρχισε να χορεύει,φωνάζοντας  χαρούμενο, για το νόστιμο βραδυ που θα έτρωγαν,ψητές πατάτες. Και η γριά παραμάνα ανάμεσα, από την κουφοξυλιά φώναζε και αυτή « ζήτω!» 
« αυτό δεν είναι παραμυθι» είπε το μικρό αγόρι.
« πρέπει να το καταλάβεις» είπε ο γέρος» ας ρωτήσουμε την γριά παραμάνα λοιπόν.
« αυτό δεν είναι παραμυθι, είναι αληθινή ιστορία» είπε η γριά παραμάνα,μά τώρα αρχίζει. Τα ομορφότερα παραμυθια,ξεπηδούν από την πραγματικότητα, πως αλλιώς θα ξεπηδούσε μια κουφοξυλιά, μέσα από την τσαγιέρα;» πήρε το αγόρι από το κρεβάτι, και το ακούμπησε στο στήθος, και η ολάνθιστη κουφοξυλιά τυλίχτηκε γύρω τους. Βρέθηκαν τότε σε ένα σπίτι, ιπτάμενο, και άρχισαν να πετούν μαζί με αυτό, στον αέρα. Και η γριά παραμάνα, μεταμορφώθηκε σε μια όμορφη κοπέλα με το ίδιο φουστάνι, με πράσινα φύλλα, και ολόλευκα άνθη. Ένα άνθος κουφοξυλιας στόλιζε τον κόρφο της, και ένα στεφάνι από άνθη κουφοξυλιάς, στόλιζε τα ξανθά της μαλλιά. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και γαλάζια.


 Η κοπέλα φίλησε το αγόρι και έγιναν συνομήλικοι. Πιασμένοι χέρι χέρι βγήκαν στον κήπο. Ένα μπαστούνι του πατέρα, ήταν στο γρασίδι, και τα δυο παιδιά, το καβάλησαν, σαν να ήταν ζωντανό. Τοτε μεταμορφώθηκε, σε άλογο με χαίτη που ανέμιζε στον αέρα, και καβάλα στο άλογο, άρχισαν να καλπάζουν πάνω στο χορτάρι. 


  «ζήτω καλπάζουμε μακριά» είπε το αγόρι « μακρυά στο μεγάλο κάστρο» 
« να το αγρόκτημα, με την μεγάλη κουφοξυλια, τώρα φτάνουμε στην εκκλησία, να και το σιδηρουργείο, με τους μισόγυμνους σιδεράδες. Καλπάζουμε μακριά! Και όσα έλεγε το κορίτσι,φανερώνονταν στα αλήθεια, όλα τα έβλεπε το αγόρι, κι ας κάλπαζαν γύρω στο χορτάρι του κήπου. Πήραν λουλούδια από το στεφάνι, που φόραγε το κορίτσι στα μαλλιά, και το φύτεψαν στον κήπο, και αυτά μεγάλωσαν, σαν αυτά που φύτεψε ο ναυτικός με την γυναίκα του, όταν ήταν παιδιά. Μετά περπάτησαν πιασμένοι χέρι χέρι, όπως εκείνοι, δεν πήγαν όμως ούτε στον πύργο, ούτε  στο λιμάνι. Το κορίτσι τύλιξε τα χέρια του, γύρω από το αγόρι,και πέταξαν, μακριά σε άλλη χώρα. 


 Και ήρθε η άνοιξη,το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, και οι εικόνες αποτυπώθηκαν στα μάτια, και στην καρδιά, του αγοριού, καθώς το κορίτσι τραγουδούσε. 
« αυτό δεν θα το ξεχάσεις ποτέ» Σε όλο το ταξίδι τους το αρωμα της κουφοξυλιας, κυριαρχούσε στον αέρα, καθώς το αγόρι έγερνε το κεφάλι του, στο στήθος της κοπέλας καθώς πετούσαν.
« είναι όμορφα εδώ την άνοιξη, είπε το κορίτσι καθώς στάθηκαν σε ένα ξύλο οξιάς, που μόλις είχε βλαστήσει, ενώ μοσχοβολουσαν, τα αγριολούλουδα και οι ανεμώνες.
 « να ήτανε πάντα άνοιξη, μέσα στο μοσχομύριστο δάσος!»
« είναι το καλοκαίρι ομορφα εδώ» είπε εκείνη και πέταξε πίσω στο χρόνο, στα παλιά κάστρα των ιπποτών. Έβλεπε τα παλιά δρομάκια, και τα καλαμπόκια που ανέμιζαν σαν κύματα στα λιβάδια. Το σούρουπο ανέτειλε ολοστρόγγυλο το φεγγάρι, και κοκκίνισε τον ουρανό, και οι θημωνιές, στα λιβάδια μύριζαν γλυκά. 
« αυτό κανείς δεν το ξεχνά!»
« είναι όμορφα, εδώ το φθινόπωρο» είπε το κορίτσι, και ο ουρανός έγινε πάλι γαλάζιος, ενώ το δάσος το έλουσαν, κόκκινα, κίτρινα, και πράσινα χρώματα. Τα σκυλιά έτρεχαν, και σμήνοι από αγριόκοτες, πετούσαν πάνω στον λόφο. Η θάλασσα πήρε ένα σκούρο, μπλε χρωμα, και γέμισε από πλοία,με άσπρα πανιά. Γυναίκες μάζευαν λυκίσκους σε μεγάλα βαρέλια, παιδιά τραγουδούσαν, και γέροι έλεγαν παραμυθια για ξωτικά του δάσους, και μάγους.


 « είναι πανέμορφα εδώ, τον χειμώνα!» είπε το κορίτσι, και όλα τα δέντρα τυλίχτηκαν με πάχνη και έμοιαζαν, σαν από άσπρα κοράλια. Το χιόνι έτριζε κάτω από τις μπότες. Το χριστουγεννιάτικο δεντρο , άναψε μέσα στο δωμάτιο, και παντού ήταν δώρα. Το βιολί αντηχούσε παντού, και όλοι έτρωγαν φρέσκο κέικ, ως και το φτωχότερο παιδί έλεγε « είναι πανέμορφα εδώ τον χειμώνα»
Ναι ήταν πανέμορφα και το κορίτσι,έδειξε τα πάντα στο αγόρι. Το αγόρι μεγάλωσε, και ήταν έτοιμο να σαλπάρει, μακριά σε χώρες ζεστές, που φύτρωναν τα δέντρα του καφέ. Πριν να φύγει το αγόρι, του έδωσε λουλούδι κουφοξυλιας, από τον κόρφο της για να το φυλάξει. Αυτό το έβαλε, στο προσευχητάρι του, και όταν το άνοιγε, οι σελιδες άνοιγαν εκεί που είχε φυλαγμένο το λουλούδι, και ανάμεσα στα φύλλα του λουλουδιού, έβλεπε το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, να τον κοιτάει με τα γαλάζια της μάτια, και να ψιθυρίζει.
« είναι πανέμορφα εδώ την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο,και τον χειμώνα» και οι εικόνες γλυστρουσαν στο μυαλό τους.
Έτσι τα χρόνια πέρασαν, το παλληκάρι γέρασε και με την γυναίκα του, κάθισε κάτω από την ανθισμένη κουφοξυλια. Κρατούσαν το χέρι ο ένας του άλλου. Ο γερό ναυτικός με την γυναίκα του,και άρχισαν να μιλούν, όπως εκείνοι, για τα παλιά χρόνια και τα πενήντα χρόνια του γάμου τους. Η μικρή κοπέλα με τα άνθη κουφοξυλιας, στα μαλλιά, έγνεψε και είπε.
« σήμερα είναι η πεντηκοστή επέτειος» και πήρε δυο λουλούδια από τα μαλλιά της, και τα φίλησε. Έλαμψαν πρώτα σαν ασημί και μετά έγιναν χρυσαφιά, και όταν τα έβαλε στο κεφάλι των ηλικιωμένων,έγιναν το καθένα από ένα στέμμα. Έτσι κάθονταν οι δυό τους,πάνω στην κουφοξυλιά σαν βασιλιάς και σαν βασίλισσα. 
Ο γέρος είπε την ιστορία, της γριάς παραμάνας, όπως την άκουσε όταν ήταν παιδί. Έμοιαζε με την δίκη του ιστορία. 
« έτσι είναι» είπε η κοπέλα « κάποιοι με λένε γριά παραμάνα άλλοι δρυάδα,όμως το όνομα μου είναι 
« θύμηση» και είμαι εγώ που κάθομαι,μέσα στο δεντρο,που όλο μεγαλώνει. Μπορώ να θυμάμαι,μπορώ να λέω ιστορίες, για να δω έχεις ακόμα το λουλούδι μου; Ο γέρος άνοιξε το προσευχητάρι του, το άνθος της κουφοξυλιας, ήταν εκεί φρέσκο,όπως ήταν πριν πολύ καιρο. Η θύμηση κούνησε το κεφάλι, και το ηλικιωμένο ζευγάρι,έμεινε να καθετε κάτω από τον απογευματινό ήλιο, με τα χρυσά στέμματα στο κεφάλι τους. Έκλεισαν τα μάτια και.. Ναι αυτό είναι το τέλος του παραμυθιού. Το αγόρι δεν ήξερε αν είχε ονειρευτεί, την ιστορία ή, είχε ταξίδεψει στα αλήθεια. Η τσαγιέρα στο τραπέζι, αλλά κανένα κλαδί κουφοξυλιας δεν ξεπρόβαλε από μέσα. Ο γέρος με τις ιστορίες ήταν στην πόρτα έφευγε.
« ποσό όμορφο ήταν!» είπε το αγόρι» πήγα στις ζεστές χώρες.
« καθόλου παράξενα» είπε η μητέρα « οποίος πίνει δυο κούπες, καυτές τσάι κουφοξυλιας,πολύ πιθανόν να ταξιδεύει σε ζεστές χώρες.» και το σκέπασε με την κουβέρτα,για να μην κρυώσει.
« κοιμήθηκες καλά όσο εγώ,και ο γέροντας διαφωνούσαμε, αν ήταν ιστορία ή, παραμυθι.
« και που είναι η γριά παραμάνα;» είπε το αγόρι.
« στην τσαγιέρα» απάντησε η μητερα « και μάλλον εκεί θα παραμείνει»













Η ΨΙΨΙΝΑ ΚΑΙ ΨΙΨΙΝΕΛ -Ξύπνα ψιψινελ! -Αχ, μανουλα άσε με λίγο ακόμα! -Σήκω! Έχουμε να κάνουμε πολλά και σήμερα, σήκω! Στο σπιτά...